Οι ιστορίες των εννέα προφυλακισμένων ναυαγών, όπως μας τις εμπιστεύτηκαν από τα τηλέφωνα των φυλακών Ναυπλίου και Αυλώνα

*αναδημοσίευση από OmniaTV

Εννέα από τους 104 διασωθέντες του Ναυαγίου της Πύλου κρατούνται προφυλακισμένοι από τον Ιούνιο του 2023 στις ελληνικές φυλακές. Οι Εννέα της Πύλου συνελήφθησαν από το ελληνικό Λιμενικό Σώμα, κατηγορούμενοι ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης διακινητών και ως υπεύθυνοι για την πρόκληση του ναυαγίου, σε μια παρωδία δικογραφίας που σχηματίστηκε ακόμα και με copy-paste καταθέσεις. Η διαδικασία της κύριας ανάκρισης έκλεισε τον Ιανουάριο που μας πέρασε, αφού πρώτα απορρίφθηκαν με συνοπτική αιτιολόγηση όλα τα αιτήματα που υποβλήθηκαν από την υπεράσπιση για συμπληρωματικές αποδείξεις.

Οι Εννέα της Πύλου μάς εμπιστεύθηκαν τις ιστορίες τους λίγο μετά την προφυλάκισή τους, το καλοκαίρι του 2023, δίνοντάς μας δύσκολες συνεντεύξεις, από τα καρτοτηλέφωνα των φυλακών Ναυπλίου και Αυλώνα όπου κρατούνται. Δύσκολες για τους ίδιους, και δύσκολες για εμάς, που ήμαστε στη δυσάρεστη θέση να τους ρωτήσουμε για τραυματικά γεγονότα, τη στιγμή που ακόμα δεν είχαν καταλάβει πώς βρέθηκαν να κατηγορούνται.

Δημοσιεύουμε σήμερα τις ιστορίες των Εννέα της Πύλου, σε μια αφήγηση που προκύπτει από τις συνεντεύξεις που μας παραχώρησαν. 

Έχουμε αντικαταστήσει τα ονόματά τους με ψευδώνυμα για την προστασία των ίδιων και των οικογενειών τους, αντίθετα με κάποια ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που φρόντισαν να τους κατασπαράξουν αμέσως μετά το ναυάγιο.

Ξένοι στα χέρια αξένων

Για να μπούμε στο κλίμα του πώς «επιλέχθηκαν» αυτοί οι άνθρωποι ως κατηγορούμενοι, οι αρμόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι του ελληνικού Λιμενικού δεν ενδιαφέρθηκαν καν να ακούσουν και να γράψουν σωστά τα ονόματά τους. Στα επίσημα έγγραφα ήταν γραμμένοι όπως-όπως, σε κάποιες περιπτώσεις με το επώνυμο στη θέση του μικρού ονόματος, και σε όλους με κάποιο χτυπητό λάθος κατά τη μεταγραφή του ονόματός τους στο λατινικό αλφάβητο. Αυτό από μόνο του δημιουργεί ένα γιγαντιαίο ερωτηματικό για την επάρκεια της διερμηνείας, αλλά και βεβαιότητα για την τεράστια αδιαφορία των ανακριτικών αρχών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε κάποιες καταθέσεις μαρτύρων που έλαβε το Λιμενικό, διορίστηκε ως διερμηνέας ένας… λιμενικός που ήξερε αγγλικά, ενώ σε άλλες αναφέρεται ότι γινόταν διερμηνεία από την «πακιστανική» γλώσσα. Για όσες και όσους τυχόν δεν το γνωρίζουν, τέτοια γλώσσα δεν υφίσταται. 

Η αδιαφορία τους αυτή για τα ίδια τα ονόματα των ανθρώπων που συνέλαβαν έχει εξήγηση. Με αυτόν τον τρόπο σημειώνονται από την αρχή ως «Άλλοι», ως ζωές «μικρότερης αξίας», κατάλληλες για καύσιμη ύλη στη βιομηχανία καταδίωξης και δίωξης μεταναστών που λειτουργεί στην Ελλάδα, με το ψευδές πρόσχημα περί «διακινητών». Οι πρωθυπουργοί μιλάνε για λαθροδιακινητές (sic), οι Λιμενικοί τους «βρίσκουν», οι δικαστικοί τους φυλακίζουν. Και, κατόπιν, οι πρωθυπουργοί ξαναμιλούν για «διακινητές», φροντίζοντας έτσι να παραβιάσουν, και θεσμικά, το τεκμήριο αθωότητάς τους.

«Γιατί είμαστε στη φυλακή;»

Το πρώτο ερώτημα που βασανίζει τους ίδιους τους εννέα ναυαγούς, είναι πώς και γιατί βρέθηκαν κατηγορούμενοι, και δη προφυλακισμένοι. Οι αρχές στην Καλαμάτα τους πληροφόρησαν ότι είναι κατηγορούμενοι ως «διακινητές» επειδή υπάρχουν μαρτυρίες, για κάποιους απ’ αυτούς, πως έδιναν νερό στους άλλους.  Αυτό και μόνο. Χωρίς άλλη λεπτομέρεια. Ούτε πώς, ούτε γιατί, ούτε σε ποια δεδομένη συνθήκη.

Ο Μαγκντί περιγράφει μια καφκικού τύπου ανάκριση από το Λιμενικό: «Μου έλεγε ότι είμαι ύποπτος για παράνομη μετανάστευση. Του είπα ‘Ρε άνθρωπε, πλήρωσα 140.000 Λίρες Αιγύπτου για να μεταφερθώ μ’ αυτό το πλοίο. Το μόνο που έκανα στο ταξίδι, ήταν να βοηθάω τους άλλους’. Κι όμως, για την Ελλάδα, φαίνεται, όποιος βοηθάει τους άλλους είναι διακινητής».

Όλοι οι προφυλακισμένοι ναυαγοί επιβεβαίωσαν ότι πλήρωσαν ο καθένας από 140-150.000 Λίρες Αιγύπτου (περίπου 4.200 ευρώ, ανάλογα με την ισοτιμία) για να ταξιδέψουν με πλοίο ως την Ιταλία. Τα χρήματα δίνονται στους διακινητές είτε πριν το ταξίδι, είτε κατά τη διάρκειά του, όταν πια οι άνθρωποι που ταξιδεύουν βρίσκονται στα χέρια τους. Όπως γράψαμε τον Ιούνιο του 2023 στο πρώτο κοινό μας δημοσίευμα με το Mada Masr – και επιβεβαιώθηκε τον Ιούλιο από την κοινή έρευνα των Lighthouse Reports, Der Spiegel, SIRAJ, El Pais και Reporters United – οι συνδέσεις των πραγματικών κυκλωμάτων διακίνησης με το περιβάλλον του Λίβυου στρατάρχη Χαφτάρ είναι προφανείς.

Όπως χαρακτηριστικά μας είπε ο Φάτχι: «Αν ήμουν διακινητής θα ήμουν πάνω στο πλοίο; Ούτε μια λίρα δεν έχω στο όνομά μου…». Το ίδιο και ο Μαγκντί: «Σας λέω, πλήρωσα 140.000 Λίρες Αιγύπτου. Αν ήμουν αυτός που έβαλε τον κόσμο στο πλοίο, θα είχα χιλιάδες ευρώ! Για τι στον κόσμο να ανέβαινα σε ένα τέτοιο καράβι;»

Η κοινή ταξική μοίρα

Όταν ρωτήσαμε τους Εννέα «γιατί ταξιδέψατε;» οι απαντήσεις του καθενός τους ήταν μεν διαφορετικές αλλά ήταν και, στην ουσία τους, ταυτόσημες.

Ο Γκαμάλ λέει απλά «Εσείς δεν θα θέλατε μια καλύτερη ζωή;», ενώ ο Ναγκί τα λέει πιο αναλυτικά: «Επειδή η ζωή στην Αίγυπτο έχει γίνει πολύ δύσκολη. Δούλευα τεχνίτης. Έβγαζα μεροκάματο 150 Λ.Αιγ. και τα έξοδα του μήνα είναι πάνω από 6.000 Λ.Αιγ. Έχω ένα παιδί άρρωστο και τα φάρμακα κοστίζουν». Ο Σαΐντ, στα 22 του, έπρεπε να στηρίξει τον χειρουργημένο πατέρα του, την άρρωστη μητέρα του που δουλεύει στα χωράφια και τα τέσσερα μικρότερα αδέρφια του. Ο Σάμπερ, μεταλλεργάτης, είχε μείνει άνεργος και χρεωμένος, να πρέπει να υποστηρίξει τη σύζυγό του και τα τρία παιδιά τους. «Έχω δυο-τρεις φίλους», λέει, «που πήγαν στην Ιταλία. Μου είπαν ‘έλα εδώ για καλύτερα’». Ο Χάλεντ, ο μικρότερος απ’ τους εννέα φυλακισμένους ναυαγούς, στα 20 χρόνια του, πούλησε το τουκ-τουκ που δούλευε και έλπιζε να χτίσει μια ζωή καλύτερη απ’ αυτή που θα ήταν αναγκασμένος να ζήσει στην Αίγυπτο.

Πολλοί από τους Εννέα είχαν ήδη συγγενείς στην Ευρώπη και πήγαιναν για να μείνουν μαζί τους.

Όλες οι ιστορίες κινούνται κοντά στις ίδιες γραμμές. Με τη βοήθεια συγγενών και φίλων, δανείστηκαν, ουσιαστικά το ποσό του ταξιδιού, με την ελπίδα ότι έστω κι ένας χαμηλός μισθός κάπου στην Ευρώπη θα τους εξασφάλιζε ότι θα ζούσαν την οικογένειά τους ή και θα μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους.

Η μαγική εικόνα περί «διακινητών» που προσπαθεί να δημιουργήσει η ελληνική κυβέρνηση, το Λιμενικό και οι δικαστικοί λειτουργοί που χειρίζονται την υπόθεση, διαλύεται από την ωμή πραγματικότητα. Θα αρκούσε ένα αίτημα προς την Αίγυπτο για την οικογενειακή και εισοδηματική κατάσταση των Εννέα, ώστε να γινόταν απ’ την αρχή αντιληπτό αν πρόκειται για διακινητές ή όχι. Όμως ο σκοπός της ελληνικής δικαστικής εξουσίας δεν είναι η αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά να πιάσει τον στόχο της σε προφυλακίσεις και καταδίκες, για να ενισχύσει, έτσι, την πολιτική αποτροπής της μετανάστευσης που εφαρμόζει η Ελλάδα για λογαριασμό των κεντρικότερων και πλουσιότερων κρατών της Ε.Ε.

Στις «αποθήκες» της Λιβύης

Οι τοπικοί συνεργάτες των διακινητών καθοδηγούσαν τους ανθρώπους από την Αίγυπτο για να περάσουν τα σύνορα με τη Λιβύη. Έτσι πέρασαν και οι Εννέα. Ο Χάλεντ εξηγεί: «Ο καθένας μας ήξερε με ποιον διακινητή θα πήγαινε. Ήταν ένα σύστημα, ένας είχε το γενικό πρόσταγμα και διάφοροι άλλοι, κάτω απ’ αυτόν, μάζευαν ο καθένας τους δικούς του ταξιδιώτες και στο τέλος μας μάζεψαν όλους μαζί για να κάνουμε το ταξίδι».

Ο Άσραφ περιγράφει το πέρασμα στη Λιβύη: «Ο ξάδερφός μου κι εγώ είχαμε 3.000 Λ.Αιγ. για τα έξοδά μας, όταν φτάσαμε κοντά στα βουνά (σ: στα σύνορα με τη Λιβύη)Κάθε τρεις και λίγο μας έλεγαν ότι θα αλλάζαμε οχήματα και έπρεπε να πληρώσουμε άλλες 100 ή 200 Λ.Αιγ. Όταν φτάσαμε στην αποθήκη, μας είχαν μείνει 1200 Λ.Αιγ. Μας τις πήραν κι αυτές. Στην αποθήκη έμεινα για δύο ολόκληρους μήνες. Μας έλεγαν ότι δεν γίνονται ταξίδια. Τους είπαμε ότι θέλαμε να γυρίσουμε πίσω. Και μας είπαν: ‘αν θέλετε να γυρίσετε πίσω, θα πρέπει να πληρώσετε 30.000 Λ.Αιγ.’. Ε, και να χάναμε έτσι τόσα λεφτά; Μείναμε. Μας τάιζαν φασόλια, κάτι μερίδες μωρουδιακές. Ήμασταν περίπου 130 άνθρωποι. Μόνο άνδρες και αγόρια. Κοιμόμασταν σε κάτι χαλιά στο πάτωμα».

Ωστόσο, άλλοι, όπως ο Αμίρ, ο Γκαμάλ και ο Χάλεντ ήταν τυχεροί και έμειναν λιγότερες μέρες στη Λιβύη. Έμεναν σε ένα τετραώροφο κτίριο με δύο διαμερίσματα ανά όροφο (8 συνολικά), που το καθένα είχε 30 έως 50 άτομα. Θυμούνται ότι ήταν στην οδό Παλαιστίνης, στο Τόμπρουκ, πάνω από ένα ανταλλακτήριο συναλλάγματος.

Επιχείρηση «σκούπα»

Ο Σάμπερ έφτασε αργότερα από τον Άσραφ στη Λιβύη, βρέθηκε όμως στην αποθήκη όπου έμαθε ότι υπήρχαν άνθρωποι που περίμεναν ήδη δύο μήνες, επειδή εκείνοι δεν είχαν καταφέρει να πληρώσουν ακόμα για το ταξίδι. «Την ίδια μέρα», περιγράφει, «είχαν απελάσει 4.000 ανθρώπους από παρόμοιες αποθήκες στη Λιβύη και τους είχαν επιστρέψει στην Αίγυπτο. Δεν ξέρω αν ήταν στρατός – ο Θεός ξέρει τι είναι. Πυροβολούσαν και τους έκλεψαν τα πάντα, κινητά, λεφτά, τα πάντα».

Πράγματι, λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το μοιραίο ταξίδι του αλιευτικού σκάφους από το Τόμπρουκ, οι δυνάμεις του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ είχαν πραγματοποιήσει επιχείρηση μαζικής απέλασης μεταναστών, μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών με αντίπαλη φράξια διακινητών.

Θα ήταν λογικό να συμπεράνει κανείς πως, το γεγονός ότι ακυρώθηκαν άλλα ταξίδια πλοίων υπό τον φόβο αυτής της επιχείρησης, ήταν και ο λόγος για το στοίβαγμα 750 ανθρώπων στο αλιευτικό που βυθίστηκε, λίγες μέρες αργότερα, εντός της ελληνικής ζώνης έρευνας και διάσωσης.

Η νύχτα της επιβίβασης

Από το βράδυ της Πέμπτης, 8 Ιουνίου 2023, οι διακινητές είπαν στους ταξιδιώτες ότι θα ανέβουν στο πλοίο. Στοιβαγμένοι μέχρι ασφυξίας σε διάφορα φορτηγά, λίγοι λίγοι, έφταναν σε μια βραχώδη παραλία έξω από το Τόμπρουκ, όπου παρέμεναν κρυμμένοι για ώρες υπό τον φόβο της τυχόν ανακάλυψής τους από τις αρχές.

Ο Σαΐντ θυμάται: «Ήταν ένα ψηλό βουνό δίπλα στην παραλία. Μας κατέβασαν κάτω και περπατήσαμε ως τη θάλασσα. Υπήρχαν μικρές βάρκες για να μας πάνε στο πλοίο, που ήταν πιο βαθειά στη θάλασσα. Μόλις είδα το πλοίο, ζήτησα να με γυρίσουν πίσω· ‘Δε θέλω τα λεφτά μου, γυρίστε με πίσω, θέλω να γυρίσω πίσω’. Ένας άντρας με έσπρωξε να ανέβω στο πλοίο, λέγοντας ‘τι το πέρασες εδώ, παιδική χαρά;’». Ο Ναγκί σημειώνει: «Δεν κατάφεραν να ανεβούν όλοι. Κάποιοι έμειναν στην παραλία, γιατί το πλοίο ήταν εντελώς γεμάτο, δεν χωρούσαν άλλοι».

Αξίζει εδώ να αναφερθεί πως, ούτε οι Εννέα, ούτε κανείς άλλος από τους επιζώντες έχει αναφέρει ότι το αλιευτικό σκάφος είχε κάποιο όνομα, πόσω μάλλον το ευφάνταστο «Αντριάνα» που επινοήθηκε, χωρίς προφανή λόγο, από τα δυτικά ΜΜΕ.

Οι διακινητές «μοίρασαν» τους ταξιδιώτες στα καταστρώματα του πλοίου και γύρισαν πίσω στην ακτή με τις βάρκες. Ο Αμίρ και ο Γκαμάλ κάθονταν στο πίσω μέρος του σκεπασμένου καταστρώματος, ο Φάτχι στο αμπάρι, ενώ οι άλλοι έξι, ο Χάλεντ, ο Άσραφ, ο Σάμπερ, ο Σαΐντ, ο Ναγκί και ο Μαγκντί σε διάφορα σημεία στο επάνω, ανοιχτό κατάστρωμα. 

Μετά τις 5:00 τα χαράματα της Παρασκευής, 9 Ιουνίου 2023, το ψαράδικο ξεκίνησε.

Πέντε ημέρες στη θάλασσα

Ο Σάμπερ θυμάται: «Το πλοίο πήγαινε. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις μέρες. Δεν μπορούσε να κουνηθεί κανείς, δεν μπορούσε να κάνει την ανάγκη του κανείς, δεν μπορούσε να κάνει κανείς τίποτα. Την τέταρτη μέρα (σ: 12 Ιουνίου) δεν υπήρχε καθόλου νερό. Την πέμπτη μέρα η κατάσταση έγινε πολύ τεταμένη. Το πλοίο πήγαινε, δεν πήγαινε, πήγαινε, δεν πήγαινε. Τα στόματά μας στεγνά. Άνθρωποι πέθαναν. Και βγήκε ο ‘καπετάνιος’. Ήταν ένα παιδί. Με το μάτι τον έκανα 18-19, το πολύ 20 χρονών. Στην Καλαμάτα δεν τον είδα ανάμεσα στους επιζώντες.

Ένας Σύριος, επιζώντας, τον είδα, κάλεσε την ακτοφυλακή. Πέρασε ένα αεροπλάνο από πάνω μας και μας τράβηξε φωτογραφίες. Ένα μεγάλο πλοίο ήρθε. Μας έριξαν ένα σχοινί αλλά δεν μπορούσε να πιάσει πάνω στο σκάφος μας. Εκεί γνώρισα τον Μαγκντί: έπεσε με τα ρούχα στο νερό να πιάσει το σχοινί, που είχε δεμένα πάνω κάτι πράσινα μπουκάλια νερού».

«Ήταν ένα τεράστιο, μαύρο πλοίο», περιγράφει ο Άσραφ. «Μας έριξαν νερό με κάτι σχοινιά, αλλά δεν έφτανε για να ξεδιψάσει ο κόσμος. Όταν πήγαν κάποιοι να σκαρφαλώσουν στα σχοινιά, τα έκοψαν και απομακρύνθηκαν».

Ο Γκαμάλ, που βρισκόταν στο δεύτερο, στεγασμένο κατάστρωμα, πέρασε τις δύο πρώτες μέρες με ναυτία: «το μέρος που κατάγομαι δεν είναι παραθαλάσσιο. Έπινα μια γουλιά νερό και έτρεχα να κάνω εμετό. Ήμουν ξάπλα συνέχεια». Είδε, επίσης, γυναίκες: «Καθόμουν μπροστά στο παράθυρό τους. Ήταν σίγουρα τρεις γυναίκες κι ένα κορίτσι». Ο Χάλεντ περιγράφει: «Πάνω ήταν κυρίως Σύριοι και Αιγύπτιοι. Στον κάτω όροφο και στο αμπάρι ήταν λίγοι Αιγύπτιοι και οι περισσότεροι Πακιστανοί. Υπήρχαν και ανήλικα αγόρια, από 13 έως 16-17 ετών, ήταν επάνω, μαζί μας». Ο Μαγκντί συμπληρώνει: «ήταν 50-60 παιδιά, κάποια κι απ’ το χωριό μου. Σκοτώθηκαν παιδιά 12 και 15 χρονών».

Η νύχτα των Λιμενικών

Οι περισσότεροι από τους Εννέα δεν είχαν σαφή εικόνα των επικοινωνιών και των κλήσεων για βοήθεια. Ένας Σύριος επιβάτης είχε μαζί του δορυφορικό τηλέφωνο και μίλησε εκείνος, καθώς και μια Σύρια κοπέλα που μιλούσε αγγλικά.

Όλοι όσοι ήταν στο πάνω κατάστρωμα θυμούνται ότι οι Σύριοι που έκαναν τις επικοινωνίες, τους είπαν αρχικά πως θα έρθει η ιταλική ακτοφυλακή, ενώ αργότερα πως το πλοίο του ελληνικού Λιμενικού που τους προσέγγισε το βράδυ της 13ης Ιουνίου 2023 θα τους τραβούσε προς την Ιταλία.

Ο Φάτχι, που από την τρίτη ημέρα του ταξιδιού είχε ανέβει στο πάνω κατάστρωμα γιατί δεν άντεχε άλλο στο αμπάρι, θυμάται: «Το ελληνικό πλοίο έδεσε ένα χοντρό, μπλε σχοινί. Στο κέντρο της πλώρης. Τράβηξαν, το σκάφος μας έγειρε, είδαν ότι έγειρε, τράβηξαν κι άλλο, κι έτσι αναποδογύρισε». Ο Σάμπερ: «Τράβηξαν το σκάφος μας και γείραμε προς τα δεξιά και όλοι γλιστρήσαμε προς τα ‘κεί. Τράβηξαν δεύτερη φορά και γείραμε στα αριστερά. Τράβηξαν τρίτη φορά ξανά και αυτό τελικά αναποδογύρισε το σκάφος». Το ίδιο και ο Άσραφ: «Πρώτο, δεύτερο, τρίτο τράβηγμα και βουλιάξαμε». Όλοι θυμούνται το τράβηγμα, άσχετα με το πού βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο πλοίο· είτε το είδαν, είτε όχι. 

Ήταν λίγο μετά τις 02:00 τα ξημερώματα της Τετάρτης, 14 Ιουνίου 2023.

Από τον θάνατο στη φυλακή

Ο Φάτχι περιγράφει δραματικά τη στιγμή της ανατροπής του σκάφους: «Ήμουν ακριβώς στην αριστερή άκρη του πάνω καταστρώματος. Τη στιγμή που αναποδογύριζε προς τα δεξιά, εγώ σκαρφάλωνα στην αριστερή πλευρά του κύτους και έμεινα πάνω στο αναποδογυρισμένο σκάφος μέχρι που βούλιαξε εντελώς». Ο Σάμπερ θυμάται πώς επέπλεε: «Δεν ξέρω να κολυμπάω, σας το λέω αλήθεια. Απλά έμεινα ακίνητος στο νερό και το στόμα μου πήγαινε λίγο πάνω λίγο κάτω απ’ το νερό. Δε βούλιαξα. Έβλεπα τα πάντα. Είδα την καρίνα να υψώνεται μπροστά μου»

Ο Γκαμάλ κρατιόταν από ένα σίδερο στο πλοίο τη στιγμή που αναποδογύριζε: «Όταν το νερό έφτασε στο λαιμό μου, είπα την προσευχή μου, και άφησα το σίδερο Το πλοίο είχε αναποδογυρίσει. Πρώτα κρατιόμουν από ένα πτώμα για να επιπλεύσω. Μετά βρήκα ένα ξύλο. Μετά πέρασε δίπλα μου μια βαλίτσα που επέπλεε, κρατήθηκα απ’ αυτή. Το πλοίο του Λιμενικού καθόταν μακριά, μας έβγαζαν φωτογραφίες με τα κινητά τους. Ο κόσμος φώναζε ‘βοήθεια! βοήθεια!’. Όταν πλησίασε το τουριστικό σκάφος (σ: εννοεί το “Mayan Queen IV”)τότε ξεκίνησε να μας διασώζει το σκάφος του Λιμενικού». 

Παρόμοιες ανατριχιαστικές περιγραφές μας έδωσαν και οι άλλοι από τους Εννέα – συνεπείς με όσα έχουν περιγράψει και όλοι οι άλλοι επιζώντες του ναυαγίου σε διάφορες συνεντεύξεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Κάποιοι από τους Εννέα είχαν και συγγενείς τους που χάθηκαν στα νερά εκείνη τη νύχτα.

Κοινός τόπος σε όλες τις περιγραφές είναι η υπερβολικά πολλή ώρα που βρίσκονταν στο νερό.

Γιατί, το πιο ανατριχιαστικό απ’ όλα, ήταν η στάση του Λιμενικού αμέσως μόλις αναποδογύρισε το αλιευτικό σκάφος. «Αμέσως έκοψαν το σχοινί και απομακρύνθηκαν σε αρκετή απόσταση από εμάς», λέει ο Φάτχι. Κι ο Σαΐντ: «Το έκαναν επίτηδες. Ήταν προφανές γιατί, ενώ βουλιάζαμε, απλά κάθονταν παραπέρα και παρακολουθούσαν. Μας παρακολουθούσαν να πεθαίνουμε». Ο Αμίρ συμπληρώνει: «Άνθρωποι κολυμπούσαν, άλλοι ούρλιαζαν. Κι αυτοί έστρεψαν έναν προβολέα προς το μέρος μας, κι ένας απ’ αυτούς μας τραβούσε με το κινητό του…».

Όταν οι 104 διασωθέντες βρέθηκαν στην Καλαμάτα, πίστεψαν πως ίσως θα τους αντιμετώπιζαν ως αυτό που ήταν, θύματα ενός ναυαγίου. Όμως οι μηχανές του ελληνικού κατασταλτικού συστήματος είχαν μόλις αρχίσει να ζεσταίνονται. Και έπρεπε να επιλεγούν εννέα αποδιοπομπαίοι τράγοι.

Μέσα στις επόμενες ημέρες στήνεται το γνωστό σκηνικό με τις καταθέσεις μαρτύρων που περιέχουν copy-paste ολόκληρα ίδια κομμάτια κειμένου. Η διερμηνεία που είχε ορίσει το Λιμενικό, όπως σημειώσαμε παραπάνω, είναι αμφίβολης ποιότητας και αυτό προκύπτει, αφ’ ενός, από τα άλλ’ αντ’ άλλων ονόματα όλων των διασωθέντων. Αφ’ ετέρου, οι Εννέα μας δίνουν μια πολύ κακή εικόνα για τη συμπεριφορά των μεταφραστών:

«Ο διερμηνέας, ο Χασάν, έβαλε το όνομά μου στα αγγλικά ή κάτι τέτοιο, αφού του είπα ότι δεν υπογράφω τίποτα. Όλα τα έγγραφα ήταν στα ελληνικά. Μου είπε ότι κατηγορούμαι για παράνομη μετανάστευση. Του είπα ‘πες σ’ αυτόν που κάνει την ανάκριση, γιατί κατηγορούμαι; Μόλις γλυτώσαμε από βέβαιο θάνατο, και μας φυλακίζετε;’», είπε ο Μαγκντί. Και ο Γκαμάλ: «Όλα αυτά που υπέγραψα μπροστά στους Λιμενικούς, δεν καταλάβαινα ούτε λέξη. Μου είπαν ‘υπόγραψέ τα και τελείωσες’ και υπέγραψα. Θεώρησα ότι ήταν τυπική εξέταση, ότι όλοι οι επιζώντες θα εξετάζονταν». Το ίδιο και ο Σαΐντ: «Αυτός ο διερμηνέας! Όποτε προσπαθούσαμε να απαντήσουμε ή πούμε κάτι, άλλαζε αυτά που λέγαμε».

Ο Σάμπερ λέει: «Μου είπαν ότι κατηγορούμαι. ‘Υπόγραψε’, μου είπαν. ‘Δεν θα υπογράψω ό,τι θέλεις, αυτά που λες δεν ισχύουν’, είπα. Μου είπε ότι είναι γραφειοκρατική διαδικασία για να τελειώνουμε. Μόλις βγήκα από το δωμάτιο, μ’ έβαλαν σ’ ένα άλλο σπρώχνοντας. Όταν μας πήραν στα δικαστήρια (σ: στον εισαγγελέα), ζητήσαμε από τον Χασάν να μεταφέρει τα δύο αιτήματά μας: ένα, για διερμηνέα Αιγύπτιο και, δύο, να έρθει κάποιος εκπρόσωπος από την αιγυπτιακή πρεσβεία. Τότε ένας αστυνομικός (σ: ή λιμενικός) κλώτσησε τον Φάτχι στο στήθος κι έφαγα κι εγώ μια καρπαζιά. Ο Χασάν δεν έκανε τίποτα. Ρώτησα γιατί μας χτυπάνε. Ένιωσα εξευτελισμένος. Μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί (σ: στο κρατητήριο) βρήκαμε έναν Μαροκινό, που μας εξήγησε πώς πάει το σύστημα με τις καταδίκες στην Ελλάδα, ότι μπορεί να φτάσουν και 400 χρόνια. Αυτός μας έδωσε και τηλεκάρτα να πάρουμε τηλέφωνο συγγενείς μας».

***

Από τον Ιούνιο του 2023 μέχρι και τώρα, οι εννέα από τους 104 επιζώντες του Ναυαγίου της Πύλου βρίσκονται προφυλακισμένοι χωρίς ακριβώς να έχουν καταλάβει με ποιο σκεπτικό κατηγορούνται. Κι αυτό όχι γιατί δεν τους έχουν εξηγηθεί οι κατηγορίες αλλά επειδή είναι, πράγματι, πέρα από κάθε λογική η φάμπρικα κατασκευής διακινητών που έχει στήσει η Ελλάδα, στο όνομα της «προστασίας των συνόρων».


  • Ευχαριστούμε θερμά τη Σοφία και τον Έντυ που δούλεψαν εθελοντικά μαζί μας για τις συνεντεύξεις.

Απάντηση