Το Λιμενικό Σώμα απέδωσε τη μη επιχείρηση διάσωσης των μεταναστών πριν από τη βύθιση του αλιευτικού στην άρνηση των επιβαινόντων για βοήθεια. Ειδικοί διεθνούς δικαίου, νυν και πρώην στελέχη του Λιμενικού καταρρίπτουν το επιχείρημα. Ενώ η ηλεκτρονική επικοινωνία της ομάδας Alarm Phone με τις αρχές, την οποία έχει στην κατοχή της το Solomon, αποδεικνύει ότι οι μετανάστες εξέπεμψαν SOS το οποίο αγνοήθηκε.
Στο νεκροταφείο του Σχιστού μεταφέρονται οι πρώτες σοροί των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους 80 χλμ. νοτιοδυτικά της Πύλου μεταξύ 13 και 14 Ιουνίου. Τουλάχιστον 78 οι νεκροί, εκατοντάδες παραμένουν αγνοούμενοι. 104 άνθρωποι διασώθηκαν μέχρι στιγμής, ενώ οι έρευνες για επιζώντες συνεχίζονται.
Τα ερωτήματα για την στάση και τις πιθανές ευθύνες του Λιμενικού Σώματος, στο φονικότερο ναυάγιο που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια στη Μεσόγειο, παραμένουν όμως κρίσιμα.
Όπως και οι ευθύνες Ελλάδας και Ευρώπης που με την πολιτική τους έχουν εκτρέψει τις μετακινήσεις στη θανατηφόρο διαδρομή της Καλαβρίας, που παρακάμπτει την Ελλάδα (για ευνόητους λόγους), αποτυγχάνοντας επίσης να θεσπίσουν νόμιμες και ασφαλείς οδούς.
Η «άρνηση σύνδρομης»
Στις ενημερώσεις και τη χρονολόγηση των γεγονότων που κατέληξαν στη μεγάλη τραγωδία, το Λιμενικό Σώμα αποδίδει τη μη επιχείρηση διάσωσης των μεταναστών πριν από τη βύθιση του αλιευτικού στην επανειλημμένη «άρνηση συνδρομής» κατά τις επικοινωνίες του με το σκάφος.
Το Λιμενικό είχε λάβει γνώση για το αλιευτικό από νωρίς το πρωί της Τρίτης (13/6) και βρισκόταν, βάσει της δικής του καταγραφής, σε επαφή με το σκάφος ήδη από τις 14:00 ώρα Ελλάδος. Όμως καμία ενέργεια διάσωσης δεν έγινε διότι «το αλιευτικό σκάφος δεν ζήτησε καμία συνδρομή από το Λιμενικό Σώμα και την Ελλάδα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Το ίδιο επιχείρημα επαναλαμβάνεται στις 18:00: «Επανειλημμένως ρωτήθηκε το αλιευτικό από το εμπορικό πλοίο αν επιθυμεί επιπλέον συνδρομή ή αν κινδυνεύει ή αν θέλει κάτι άλλο από την Ελλάδα. Απάντησαν “δεν θέλουμε τίποτα άλλο από το να συνεχίσουμε για Ιταλία”».
Απαλλάσσει όμως αυτό το Λιμενικό Σώμα από κάθε ευθύνη;
Ειδικοί του διεθνούς δικαίου, αλλά και πρώην και νυν στελέχη του Λιμενικού Σώματος, αμφισβητούν τη νομική και ανθρωπιστική βασιμότητα του επιχειρήματος, ακόμα κι αν όντως υπήρξε «άρνηση συνδρομής». Και επισημαίνουν στο Solomon ότι η επιχείρηση διάσωσης όφειλε να έχει ξεκινήσει εξαρχής με τον εντοπισμό του αλιευτικού για τους εξής, μεταξύ άλλων, λόγους:
Πρώτον, το σκάφος ήταν καταφανώς υπερφορτωμένο και μη αξιόπλοο, με τη ζωή των επιβαινόντων, οι οποίοι δεν διέθεταν καν σωστικά μέσα, να τελεί υπό διαρκή κίνδυνο.
Δεύτερον, άρνηση διάσωσης και αδυναμία προσέγγισης ή άλλης παρέμβασης από το ΛΣ θα μπορούσε να έχει νόημα εάν το σκάφος έφερε σημαία, διέθετε έγγραφα και καπετάνιο και ήταν ασφαλές. Τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει στην περίπτωση του αλιευτικού.
Τρίτον, τα μέσα του Λιμενικού όφειλαν να αξιολογήσουν αντικειμενικά την κατάσταση και να προχωρήσουν στις απαραίτητες ενέργειες ανεξάρτητα από το πώς οι ίδιοι οι επιβαίνοντες στο αλιευτικό – ή ακριβέστερα οι συνομιλητές του Λ.Σ. – αξιολογούσαν την κατάσταση.
Τέταρτον, το αλιευτικό βρέθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας σε κατάσταση κινδύνου, που υπαγόρευε την επιχείρησης διάσωσης το αργότερο από τη στιγμή που το Λιμενικό έλαβε, μέσω του το Alarm Phone, μήνυμα SOS, το οποίο εξέπεμψαν επιβαίνοντες. Το συγκεκριμένο μήνυμα SOS δεν αναφέρεται πουθενά στις ανακοινώσεις του Λιμενικού.
Η απόδειξη της ενημέρωσης του Λιμενικού για τον κίνδυνο
Σε δικό της χρονολόγιο που εξέδωσε για την ροή των γεγονότων, η οργάνωση Watch the Med — Alarm Phone αναφέρει πως επικοινώνησε με τις Αρχές στις 17:53 ώρα Ελλάδας.
Το ηλεκτρονικό μήνυμα προς τις αρμόδιες Αρχές, που βρίσκεται στη διάθεση του Solomon, αναφέρει τις συντεταγμένες στις οποίες βρισκόταν το υπερφορτωμένο σκάφος. Σημειώνεται εκεί πως σε αυτό επιβαίνουν 750 άτομα, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες και παιδιά, και υποδεικνύεται ένας τηλεφωνικός αριθμός για επικοινωνία με τους ίδιους τους επιβαίνοντες.
«Ζητούν επειγόντως βοήθεια», αναφέρει το μήνυμα.
Από το μήνυμα προκύπτει πως, για την ύπαρξη του σκάφους σε κατάσταση κινδύνου, ενημερώθηκαν πέραν της Ελληνικής Ακτοφυλακής, η FRONTEX, το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, καθώς και το Λιμενικό Σώμα στην Καλαμάτα.
Το μήνυμα κοινοποιήθηκε, επίσης, στην Ύπατη Αρμοστεία σε Ελλάδα και Τουρκία, στο NATO, καθώς και στον Συνήγορο του Πολίτη.
Ακούστε σχετικά την συνέντευξη που έδωσε στο Solomon η Μάρω, μέλος του Alarm Phone:
Το Solomon επικοινώνησε με το Λιμενικό Σώμα, θέτοντας αναλυτικά ερωτήματα: γιατί δεν έγινε επιχείρηση διάσωσης μετά το σήμα κινδύνου των μεταναστών μέσω Alarm Phone; Απαλλάσσει το ΛΣ η άρνηση διάσωσης υπό τις δεδομένες συνθήκες; Γιατί δεν έγινε έστω έλεγχος του σκάφους (για λόγους ασφαλείας και ταυτοποίησης) εφόσον δεν έφερε σημαία; Γιατί ξεκίνησε η επιχείρηση όταν βυθίστηκε το σκάφος;
Εκπρόσωπος του ΛΣ δεν απάντησε αλλά παρέπεμψε στο Δελτίο Τύπου του Σώματος.
Το Solomon επικοινώνησε επίσης με την Ύπατη Αρμοστεία, που επιβεβαίωσε την παραλαβή του συγκεκριμένου μηνύματος.
«Το Γραφείο μας όντως κοινοποιήθηκε χτες (σ.σ. 13/06) το απόγευμα σε αλληλογραφία από την Οργάνωση Watch The Med – Alarm Phone, η οποία αναφερόταν σε πλωτό σκάφος που βρισκόταν σε κίνδυνο νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου με μεγάλο αριθμό επιβαινόντων. Άμεσα ενημερώσαμε με τη σειρά μας τις αρμόδιες ελληνικές αρχές ζητώντας επείγουσα ενημέρωση σχετικά με το συντονισμό επιχείρησης έρευνας και διάσωσης, με σκοπό την αποβίβαση των ανθρώπων σε ασφαλές μέρος».
«Παρακαλούμε για την ενημέρωσή σας πως η Frontex μεταβίβασε αμέσως το μήνυμα στις ελληνικές Αρχές», αναφέρεται στην αλληλογραφία που βρίσκεται στη διάθεση του Solomon.
«Καθήκον διάσωσης, όχι απαθούς παρακολούθησης»
«Το Λιμενικό όφειλε να αντιμετωπίσει το περιστατικό ως σκάφος σε κίνδυνο από την πρώτη στιγμή και να λάβει όλα τα μέτρα για τη διάσωση των ανθρώπων», εξηγεί στο Solomon η Nora Markard, καθηγήτρια Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και Διεθνών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Πανεπιστήμιο Münster της Γερμανίας.
«Αμέσως μόλις ελήφθη το σήμα κινδύνου μέσω του Alarm Phone, υπήρχε σαφώς [κατάσταση] εκτάκτου ανάγκης. Αλλά όταν ένα σκάφος είναι τόσο υπερφορτωμένο, τότε βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση ήδη από τη στιγμή της αναχώρησης, διότι δεν είναι αξιόπλοο. Ακόμα κι αν εξακολουθεί να κινείται. Υπήρχε καθήκον διάσωσης, όχι απαθούς παρακολούθησης».
Το διεθνές δίκαιο ορίζει την κατάσταση κινδύνου όταν υπάρχει εύλογη βεβαιότητα ότι ένα σκάφος ή ένα άτομο απειλείται από σοβαρό και άμεσο κίνδυνο και χρειάζεται άμεση βοήθεια.
«Αυτό απαιτεί αντικειμενική αξιολόγηση. Εάν ο καπετάνιος εκτιμήσει εντελώς λανθασμένα την κατάσταση και πει ότι το πλοίο είναι εντάξει, το πλοίο εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο εάν οι επιβάτες διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο από την κατάσταση του πλοίου» εξηγεί η ίδια.
Το διεθνές δίκαιο ορίζει επίσης σαφώς πως ο κυβερνήτης ενός πλοίου που είναι σε θέση να παράσχει βοήθεια, όταν λαμβάνει πληροφορίες «από οποιαδήποτε πηγή» πως άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα, πρέπει να «προχωρήσει με κάθε ταχύτητα προς βοήθειά τους».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε, το αλιευτικό δεν έφερε σημαία οπότε το περιστατικό δεν εμπίπτει καν στην κατηγορία του σεβασμού της κυριαρχίας του κράτους σημαίας.
«Όταν ένα πλοίο δεν φέρει καθόλου σημαία, όπως φαίνεται να συμβαίνει εδώ, το δίκαιο της θάλασσας δίνει σε άλλα κράτη το δικαίωμα προσέγγισης και της επιβίβασης για έλεγχο».
Εκτός από το ίδιο το σήμα κινδύνου, το Λιμενικό Σώμα είχε επομένως πρόσθετη αρμοδιότητα να εξετάσει την κατάσταση.
«Όλα τα πλοία και οι αρχές που ειδοποιήθηκαν για το σήμα κινδύνου έχουν υποχρέωση διάσωσης, ακόμη και αν το πλοίο που κινδυνεύει δεν βρίσκεται στα χωρικά τους ύδατα αλλά σε ανοικτή θάλασσα. Οι ζώνες έρευνας και διάσωσης συχνά περιλαμβάνουν ύδατα που ανήκουν στην ανοικτή θάλασσα», εξηγεί η Markard.
Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία μέσα από συμβάσεις που έχει υπογράψει με την Ιταλία (2000), Μάλτα (2008) και Κύπρο (2014), ορίζει ότι η περιοχή ευθύνης της για πραγματοποίηση διασώσεων στη θάλασσα συμπίπτει με τα όρια του εθνικού εναέριου χώρου, που εκτείνεται πέραν των γεωγραφικών ορίων.
«Εάν η κατάσταση κινδύνου συμβεί στη ζώνη έρευνας και διάσωσης ενός κράτους, το εν λόγω κράτος έχει επίσης την υποχρέωση να συντονίσει τη διάσωση. Για παράδειγμα, μπορεί να επιτάξει εμπορικά πλοία για να παράσχουν βοήθεια», σχολιάζει η Nora Markard.
Στέλεχος Λιμενικού: «Ήταν ο ορισμός του σκάφους σε κίνδυνο»
Πρώην ανώτατο στέλεχος του Λιμενικού Σώματος με τεράστια σχετική εμπειρία επιβεβαιώνει και εγείρει εύλογα ερωτήματα.
Μιλώντας στο Solomon υπό όρο ανωνυμίας, εξήγησε ότι το σκάφος ήταν προδήλως μη αξιόπλοο και οι επιβαίνοντες σε αυτό σε κίνδυνο. Ακόμα και η άρνηση συνδρομής δεν συνιστά λόγο να αφεθεί στη μοίρα του.
Το ίδιο στέλεχος επισημαίνει επίσης καθυστερήσεις στην αντίδραση του ΛΣ («χάθηκε πολύτιμος χρόνος») και ανεπαρκή αποστολή μέσων. Επιβεβαίωσε δε ότι η άρνηση συνδρομής θα είχε νόημα μόνο σε περίπτωση σκάφους νόμιμου, με χαρτιά, αξιόπλοου και φέροντος σημαία. «Το συγκεκριμένο ήταν ο ορισμός του σκάφους σε κίνδυνο».
Ίδιου μήκους δηλώσεις, σχετικά με τους ισχυρισμούς του Λιμενικού για άρνηση διάσωσης από πλευρά των επιβαινόντων, έκανε μιλώντας στην ΕΡΤ και ο ναύαρχος εν αποστρατεία του Λιμενικού και διεθνής πραγματογνώμονας, Νίκος Σπανός:
«Είναι σαν να μου λέτε ότι μπορώ να σας βλέπω να πνίγεστε αλλά εγώ σας αφήνω να πνίγεστε. Δεν ρωτάμε το προσωπικό σε ένα σκάφος που κινδυνεύει αν χρειάζεται βοήθεια. Βοήθεια χρειάζονται και με το παραπάνω, αφού το σκάφος είναι ακυβέρνητο».