Ξεκινά, αύριο, Τρίτη, η δίκη των 9 Αιγυπτίων που κατηγορούνται για το ναυάγιο της Πύλου στο οποίο βρήκαν τραγικό θάνατο 550 άνθρωποι στις 14 Ιουνίου 2023.
Οι κατηγορούμενοι φέρονται να είναι μέλη εγκληματικής οργάνωσης, να διευκόλυναν την παράνομη είσοδο στην Ελλάδα και να προκάλεσαν εκ προθέσεως το ναυάγιο. Όλοι τους, ωστόσο, έχουν δηλώσει ότι δεν είναι ούτε διακινητές ούτε ευθύνονται για το ναυάγιο, ισχυριζόμενοι ότι απλώς προσπαθούσαν να φτάσουν και οι ίδιοι στην Ευρώπη, μαζί με τους υπόλοιπους επιβαίνοντες.
«Οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν άδικα και κατηγορήθηκαν για αδικήματα λαθρεμπορίας με βάση περιορισμένα και αμφισβητήσιμα στοιχεία», δήλωσε στο Al Jazeera η Marion Bouchetel, μέλος του Νομικού Κέντρου Λέσβου, το οποίο υπερασπίζεται τους Αιγύπτιους.
Η ίδια χαρακτήρισε τη δίκη ως παράδειγμα «συστηματικής ποινικοποίησης των μεταναστών στην Ελλάδα».
Οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέφρασαν την δυσπιστία τους για τη διαδικασία της δίκης χαρακτηρίζοντάς τη «ανάρμοστη».
Το χρονικό της τραγωδίας – Όταν το Αιγαίο γέμισε ψυχές
Το σκάφος με την ονομασία Adriana, στο οποίο επέβαιναν περίπου 750 άτομα, κυρίως από Αίγυπτο, Πακιστάν, Συρία και Παλαιστίνη, απέπλευσε από τη Λιβύη στις 9 Ιουνίου 2023.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, οι επιβάτες άρχισαν να στέλνουν σήματα κινδύνου, καθώς το πλοίο είχε σταματήσει να κινείται. Η ελληνική ακτοφυλακή – που ειδοποιήθηκε από ΜΚΟ, την ιταλική ακτοφυλακή και τη Frontex για τη θέση του πλοίου – έφτασε στο σκάφος αργά το βράδυ της 14ης Ιουνίου.
Τις πρώτες ώρες της 15ης Ιουνίου, το Adriana ανατράπηκε.
Μαρτυρίες επιζώντων υποστηρίζουν ότι η ελληνική ακτοφυλακή επιχείρησε να ρυμουλκήσει το αλιευτικό σκάφος – με αποτέλεσμα αυτό να αναποδογυρίσει – και ότι δεν ενήργησε επαρκώς για να σώσει τις ζωές των ανθρώπων που βρίσκονταν στο νερό.
Η ελληνική ακτοφυλακή έχει αρνηθεί και τους δύο αυτούς ισχυρισμούς.
Επέζησαν μόνο 104 άτομα.
Οι παραλείψεις και τα λάθη του Λιμενικού
«Το επιχείρημά μας, μετά τις μαρτυρίες των επιζώντων, είναι ότι αυτά τα εννέα άτομα δεν ευθύνονται για το ναυάγιο. Η ακτοφυλακή είναι υπεύθυνη για τη βύθιση», δήλωσε ο Στέφανος Λεβίδης, ένας από τους επικεφαλής μιας συνεργατικής έρευνα (των Solomon, Forensis, The Guardian και STRG_F/ARD) για το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου, και ο οποίος θα καταθέσει ως ειδικός μάρτυρας υπεράσπισης.
Η ομάδα του Λεβίδη, η Forensis, η οποία διασταύρωσε τις μαρτυρίες 26 επιζώντων με βίντεο και φωτογραφίες του πλοίου, δεδομένα παρακολούθησης και πορείας του πλοίου, δορυφορικές εικόνες, καθώς και με ημερολόγια και μαρτυρίες του καπετάνιου του σκάφους του λιμενικού – κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το λιμενικό ήταν υπεύθυνο για το ναυάγιο, καθώς δεν κινητοποίησε όπως έπρεπε άλλα κοντινά πλοία, ρυμούλκησε το Adriana, στη συνέχεια υποχώρησε με αποτέλεσμα να προκαλέσει κύματα, να αναποδογυρίσει το αλιευτικό, αφήνοντας ανθρώπους να παλεύουν με τα νερά της θάλασσας.
Μια κοινή έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας και του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, βασισμένη σε μαρτυρίες εκπροσώπων του ελληνικού λιμενικού Σώματος, της ελληνικής αστυνομίας και μη κυβερνητικών οργανώσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Λιμενικό δεν ανταποκρίθηκε σωστά στις κλήσεις κινδύνου και ότι ο ρόλος του στο ναυάγιο χρήζει πλήρους διερεύνησης.
Η έρευνα από το ναυτοδικείο Πειραιά σχετικά με τον ρόλο της ελληνικής ακτοφυλακής στο ναυάγιο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Η ομάδα υπεράσπισης δεν έχει αποκτήσει πρόσβαση στα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, αναφέρει το Al Jazeera.
Η ελληνική ακτοφυλακή έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι οι επιβαίνοντες αρνήθηκαν τη βοήθεια πριν ανατραπεί το σκάφος, αρνούμενη οποιαδήποτε ευθύνη για το ναυάγιο, καθώς υποστηρίζει πως έκανε ό,τι προβλέπεται για τη διάσωση ζωών.
Ο Λεβίδης, επισημαίνει ότι υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με τα στοιχεία που συνέλεξε η ελληνική ακτοφυλακή μετά το ναυάγιο.
«Η διαδικασία συλλογής στοιχείων από τις Αρχές ήταν τουλάχιστον ελλιπής, αν όχι αλλοιωμένη», είπε.
Το άφαντο οπτικό ακουστικό υλικό
Το ΠΠΛΣ 920 του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής δεν μετέδιδε δεδομένα σχετικά με τις κινήσεις του εκείνη την ημέρα.
Οι οπτικές και θερμικές κάμερες που υπήρχαν στο πλοίο δεν κατέγραψαν τίποτα «παρόλο που είναι ένα υπερσύγχρονο, ολοκαίνουργιο, πολύ ακριβό σκάφος», υποστήριξε ο Λεβίδης.
Τα τηλέφωνα του πληρώματος του Λιμενικού κατασχέθηκαν δύο μήνες μετά το περιστατικό, ενώ υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις στα αρχεία καταγραφής της γέφυρας του ΠΠΛΣ 920 και στην κατάθεση του καπετάνιου.
«Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος αυτοί οι εννέα επιζώντες να κριθούν ένοχοι βάσει ελλιπών και αμφισβητούμενων στοιχείων, δεδομένου ότι η επίσημη έρευνα για τον ρόλο της ακτοφυλακής δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί», δήλωσε η Judith Sunderland, αναπληρώτρια διευθύντρια Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
«Η αξιόπιστη και ουσιαστική απόδοση ευθυνών για ένα από τα χειρότερα ναυάγια στη Μεσόγειο πρέπει να περιλαμβάνει τον προσδιορισμό τυχόν ευθυνών των ελληνικών αρχών», πρόσθεσε.
Ο φάκελος της υπόθεσης που έκλεισε… κακήν κακώς
Οι κατηγορίες της εισαγγελίας βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μαρτυρίες που ελήφθησαν από εννέα επιζώντες.
Σύμφωνα με τους συνηγόρους υπεράσπισης, οι μαρτυρίες αυτές φαίνεται να είναι… απόλυτα ταυτισμένες η μία με την άλλη.
«Οι μαρτυρίες αυτές όχι μόνο μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους, αλλά λήφθηκαν υπό αμφισβητήσιμες συνθήκες, ενώ οι επιζώντες κρατούνταν σε μια αποθήκη στην Καλαμάτα, αμέσως μετά τη διάσωσή τους από το ναυάγιο. Όλα αυτά τα στοιχεία εγείρουν σοβαρές ανησυχίες για την αξιοπιστία τους, ακόμη και για την αυθεντικότητά τους”, δήλωσε η Marion Bouchetel από το Νομικό Κέντρο Λέσβου.
Το (λογικό) αίτημα που απορρίφθηκε
Το Νομικό Κέντρο Λέσβου υποστηρίζει ότι η έρευνα θα έπρεπε να συμπεριλάβει τις επικοινωνίες από το σκάφος της ελληνικής ακτοφυλακής, τα στοιχεία από τα κοντινά σκάφη και την εξέταση των κινητών τηλεφώνων που κατέσχεσε το Λιμενικό από τους επιζώντες.
Το αίτημα της υπεράσπισης να συμπεριληφθούν περαιτέρω στοιχεία στην υπόθεση απορρίφθηκε από τον ανακριτή και ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε μετά από έξι μήνες.
«Παρά τις αυξανόμενες αποδείξεις για την ευθύνη των ελληνικών αρχών σε αυτή την τραγωδία, αυτή αποδόθηκε αμέσως στους ίδιους τους επιζώντες», δήλωσε η Bouchetel.
«Αυτή η αντιστροφή της κατάστασης είναι χαρακτηριστική ενός ανησυχητικού μοτίβου ποινικοποίησης στην Ελλάδα: οι μετανάστες καταδικάζονται άδικα για αδικήματα διακίνησης, συχνά με βάση περιορισμένα και αμφισβητήσιμα στοιχεία, προκειμένου να καλυφθούν κρατικά εγκλήματα, βία και μη διάσωση από τις συνοριακές αρχές».