Δεκαπέντες μήνες μετά το τραγικό ναυάγιο της Πύλου, οι επιζώντες αιτούνται στο ελληνικό κράτος διεθνή προστασία. Αν δεν τους δοθεί κινδυνεύουν με απέλαση που θα μεταφραστεί σε σύλληψη στις χώρες καταγωγής τους.
Κρίσιμη ημέρα είναι η προσεχής Παρασκευή για τους επιζώντες του ναυαγίου της Πύλου αφού εξετάζονται σε β’ βαθμό ενώπιον της 10ης Ανεξάρτητης Επιτροπής της Αρχής Προσφυγών.
Οι προσφεύγοντες (πολίτες Αιγύπτου και Πακιστάν) αιτούνται την πλήρη και εξ’ υπαρχής εξέταση της αίτησής τους για χορήγηση διεθνούς προστασίας (αρ. 102 παρ. 10 Ν 4939/2022) και την αναγνώρισή τους ως πρόσφυγες. Είναι σαφές ότι η παραμονή τους στη χώρα είναι πολύ σημαντική για την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης καθώς οι μαρτυρίες όσων επέζησαν από το φονικό ναυάγιο θεωρούνται, ευλόγως, υπερπολύτιμες.
Μετά την απίστευτη περιπέτειά τους και αφού κρατήθηκαν στο λιμάνι της Καλαμάτας μεταφέρθηκαν στον ΚΥΤ Μαλακάσας. Εκεί κατέθεσαν αμέσως αιτήσεις για χορήγηση διεθνούς προστασίας και ενώ τελούσαν ακόμη υπό κατάσταση σοκ και πένθους.
Λίγες μέρες μετά, και σύμφωνα με αξιόπιστες νομικές πηγές, υπήχθησαν εντός του ΚΥΤ σε απομακρυσμένες προσωπικές συνεντεύξεις, κατ’ εφαρμογήν, μάλιστα των διατάξεων περί ασφαλούς χώρας καταγωγής και στο πλαίσιο ταχύρρυθμης διαδικασίας, χωρίς να τους έχει παρασχεθεί επαρκής χρόνος προετοιμασίας, πρόσβαση σε ενημέρωση και νομική συνδρομή, ούτε ενημέρωση για τον τρόπο επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής, χωρίς δε να έχουν λάβει απαραίτητη ψυχολογική υποστήριξη.
Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν πως η Υπηρεσία Ασύλου πέραν του ότι δεν χορήγησε εύλογο διάστημα για την προετοιμασία τους ενόψει της συνέντευξης, δεν παρείχε και τις ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις κατά την έννοια του αρ. 72 Ν 4939/2022. Τουτέστιν, πρόσβαση σε κατάλληλη ψυχολογική φροντίδα και υποστήριξη από εξειδικευμένους φορείς, πριν τη διεξαγωγή της συνέντευξής τους όπως έχει επισημανθεί προς τη Διοίκηση από τον Συνήγορο του Πολίτη σε ανάλογες περιπτώσεις επιζώντων ναυαγίων.
Επίσης και είναι άγνωστο γιατί, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης σε α βαθμό δεν ετέθησαν ερωτήσεις σχετικά με το αν θα διέτρεχαν κίνδυνο στις χώρες καταγωγής τους σε περίπτωση επιστροφής τους και κατά την ποινική διερεύνηση της υπόθεσης, παρά την υποχρέωση της Υπηρεσίας Ασύλου να συλλέξει «τα στοιχεία που απαιτούνται για την κατά το δυνατόν πλήρη τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας.
Σε κάθε περίπτωση, αν οι προσφεύγοντες επιστραφούν στις χώρες καταγωγής τους, αναμένεται να συλληφθούν αμέσως από τις αρχές και θα υπαχθούν σε διαδικασίες ανάκρισης, υπό την πίεση να κατονομάσουν στις αρχές τα άτομα που διευκόλυναν την παράτυπη έξοδό τους από τις χώρες τους προς τη Λιβύη, με αποτέλεσμα και πάλι να διατεθούν τα στοιχεία τους και των ατόμων που υποδείξουν ως διακινητές, οι οποίοι ήδη έχουν εξαπολύσει απειλές σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά οποιουδήποτε προσώπου τους κατονομάσει.
Πρέπει, τέλος, να τονιστεί ότι η ιδιότητα των προσφευγόντων ως επιζήσαντες τραγικού ναυαγίου, βίας και απάνθρωπων συνθηκών στη Λιβύη, σχετίζεται άμεσα με τις ανάγκες προστασίας τους και συγκεκριμένα θεμελιώνει λόγο προστασίας από απέλαση στην χώρα καταγωγής τους σύμφωνα με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των αρ. 3 ΕΣΔΑ, αρ. 4 και 19, παρ. 2 και αρ. 3 και 14 της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων.
Καταληκτικά, ακόμα και αν κάποιος προσεγγίσει το θέμα με καθαρά νομικά κριτήρια, εξάγει το συμπέρασμα ότι οι επιζώντες επιβάλλεται να παραμείνουν στη χώρα (και προφανώς να συμβάλλουν στην ανίχνευση της αλήθειας στην υπόθεση που συγκλόνισε την Ευρώπη πέρυσι τον Ιούνιο).