Οι πραγματογνώμονες δεν αξιοποιούν τις επίσημες καταθέσεις των επιζώντων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και μαρτυρούν τη ρυμούλκηση. ● Οι εισαγγελικές αρχές αρνήθηκαν την ένσταση ακυρότητας που υπέβαλαν οι 9 κατηγορούμενοι ως διακινητές, ενώ δεν είχαν ενημερωθεί καν για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.
*Αναδημοσίευση από Εφημερίδα των Συντακτών
Σοβαρότατα ερωτήματα για την ποιότητα και τη διαφάνεια της ποινικής διερεύνησης του πολύνεκρου ναυαγίου της Πύλου, αν όχι ευθεία προσπάθεια συγκάλυψης των συνθηκών που οδήγησαν το υπερφορτωμένο πλοιάριο στα βάθη της θάλασσας, δημιουργεί η επίσημη πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε με εντολή των λιμενικών αρχών Καλαμάτας και έχει στη διάθεσή της η «Εφ.Συν.».
Μία μέρα μετά το ναυάγιο, στις 15 Ιουνίου 2023, το Λιμενικό ζήτησε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, η οποία ανατέθηκε σε έναν ναυπηγό μηχανολόγο μηχανικό και έναν υπάλληλο -επίσης ναυπηγό μηχανικό- του υπουργείου Ναυτιλίας. Η έρευνα διήρκεσε μόλις 2 μέρες, από τις 19 ώς τις 21 Ιουνίου, οπότε και είχε καθοριστεί από τις αρμόδιες αρχές η ημέρα υποβολής της για να συμπεριληφθεί στη δικογραφία για τους 9 κατηγορούμενους ως διακινητές.
Οι δύο πραγματογνώμονες ασχολήθηκαν δύο εικοσιτετράωρα για να συνεκτιμήσουν τις αιτίες του ναυαγίου και να καθαρογράψουν τις παρατηρήσεις τους και το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει από μόνο του τις εκκωφαντικές ελλείψεις και ασάφειες που παρατηρούνται στο μόλις δεκατριών σελίδων πόρισμα. Η βιασύνη όμως δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που οδηγεί σε εύλογους προβληματισμούς.
Το γεγονός πως η έρευνα διενεργήθηκε με εντολή των λιμενικών αρχών και ανατέθηκε (και) σε υπάλληλο του υπουργείου Ναυτιλίας γεννά ούτως ή άλλως πολλά ερωτήματα, με δεδομένο πως λίγο καιρό αργότερα ξεκίνησε μία δεύτερη δικαστική έρευνα για τις ποινικές ευθύνες του ίδιου του Λιμενικού από το Ναυτοδικείο Πειραιά.
Αυτό όμως που είναι σαφές είναι η άρνηση διεξαγωγής μιας σοβαρής πραγματογνωμοσύνης για ένα από τα πιο πολύνεκρα ναυάγια προσφύγων που έχουν καταγραφεί στη Μεσόγειο. Οι ανακριτικές αρχές της Καλαμάτας θα μπορούσαν αυτεπαγγέλτως να διατάξουν τη διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης για την ακριβή διάγνωση των αιτιών του ναυαγίου, όπως επίσης να επιτρέψουν στους κατηγορούμενους να διορίσουν τεχνικούς συμβούλους προκειμένου να κάνουν δική τους έρευνα για να υπερασπιστούν την αθωότητά τους. Ομως οι Αρχές αρνήθηκαν και τη διεξαγωγή αυτόνομης έρευνας και το αίτημα των κατηγορουμένων να μη ληφθεί υπόψη η πραγματογνωμοσύνη του Λιμενικού.
Τα μοναδικά στοιχεία που παρέδωσαν οι λιμενικές αρχές στους πραγματογνώμονες για να συντάξουν το πόρισμα είναι τρεις φωτογραφίες του πλοίου, τις οποίες το ίδιο το Λιμενικό είχε δώσει στη δημοσιότητα, όπως και το γνωστό βίντεο 38 δευτερολέπτων τραβηγμένο από το κινητό τηλέφωνο του πλοιάρχου του πλοίου του Λιμενικού, που απαθανάτιζε την εικόνα που έδειχναν οι κάμερες του σκάφους και οι οποίες δεν αποθήκευσαν στη μνήμη του συστήματος καταγραφής το στιγμιότυπο.
Από τους ίδιους τους πραγματογνώμονες ελήφθησαν υπόψη για το πόρισμα ένα βίντεο που είχε δημοσιοποιήσει η Frontex και βρίσκεται διαθέσιμο στο YouTube και ένα διαβιβαστικό του αιγυπτιακού Κέντρου Ερευνας και Διάσωσης προς το αντίστοιχο ελληνικό Κέντρο, με το οποίο οι αιγυπτιακές αρχές ζητούσαν ενημέρωση σχετικά με τις συνθήκες βύθισης και τον αριθμό επιζώντων και αγνοουμένων αιγυπτιακής υπηκοότητας.
Αυτά είναι τα μόνα υλικά που αξιοποιήθηκαν για να συνταχθεί ένα πόρισμα που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από ελλείψεις αλλά και από την απουσία οποιουδήποτε πραγματικού περιστατικού. Πότε πήγε το πλοίο του Λιμενικού στο σημείο; Πότε και από ποιους εντοπίστηκε για πρώτη φορά το αλιευτικό; Πότε έλαβαν το πρώτο σήμα κινδύνου οι Αρχές; Ποια επιχειρησιακά σχέδια έπρεπε να ενεργοποιηθούν για τη διάσωση των εκατοντάδων επιβαινόντων; Πόσο συντέλεσε η πρόσδεση του αλιευτικού από το πλοίο της ελληνικής ακτοφυλακής στην ανατροπή του σκάφους;
Ερωτήματα που μένουν αναπάντητα από τους πραγματογνώμονες, οι οποίοι περιορίζονται απλά στο να εξηγήσουν με επιστημονικούς όρους τον τρόπο που γενικά και αόριστα ένα πλοίο είναι δυνατόν να ανατραπεί αν, ουσιαστικά, χάσει την ισορροπία του.
Οι δύο πραγματογνώμονες εκφράζουν συγκεκριμένα ερωτήματα όπως «τι προκάλεσε την ανατροπή του [σ.σ. αλιευτικού] που τις προηγούμενες μέρες δεν είχε εκδηλωθεί;» ή «τι προκάλεσε τον μηδενισμό του μετακεντρικού ύψους;» κι αφήνουν επιδεικτικά εκτός διερεύνησης τον παράγοντα της ρυμούλκησης -έστω σαν ένα από τα πιθανά σενάρια- καθιστώντας την έκθεση αυτή μάλλον έκθεση ιδεών, και μάλιστα υποθετικών, παρά επιστημονικό πόρισμα.
Σε πλήρη εναρμόνιση με τους ισχυρισμούς του Λιμενικού, αποδίδουν τη βύθιση του πλοιαρίου σε δύο πιθανά σενάρια: στην «πιθανή εισροή υδάτων» και στη «μετακίνηση των επιβαινόντων προς τα πάνω για λόγους για τους οποίους δεν υπάρχει σαφής εικόνα (αγανάκτηση, αγωνία […])». Επικαλούνται, μάλιστα, «συνδυασμό παραγόντων που οδήγησαν στη βύθισή του»: όπως το ότι κανένας αρμόδιος φορέας δεν είχε πιστοποιήσει πως το πλοιάριο είχε τις προϋποθέσεις για να ταξιδέψει και πως ένα αλιευτικό δεν μπορούσε να αντέξει απεριόριστο αριθμό επιβατών, δηλώνοντας βέβαιοι πως «η ανατροπή του επίκειται», χωρίς κάποιο έρεισμα σε στοιχεία, βίντεο και φωτογραφίες που είχαν στη διάθεσή τους.
Αυτό που μπορεί εύκολα να παρατηρήσει κανείς είναι πως στο πόρισμα, με όλη την επιστημονική ασάφεια από την οποία διέπεται, ομολογείται ακούσια η επιφανειακή ανάλυση με την οποία προσεγγίζουν οι Αρχές την υπόθεση. Καμία προσπάθεια δεν γίνεται για να δοθούν απαντήσεις στο τι συνέβη κατά την απόπειρα πρόσδεσης του αλιευτικού από το ελληνικό πλοίο. Η πρόσδεση έγινε γνωστή δύο μέρες μετά το πολύνεκρο ναυάγιο από τον εκπρόσωπο του Λιμενικού, Νίκο Αλεξίου, ο οποίος, αν και αρχικά τη διέψευδε, αργότερα ενημέρωνε πως τα δύο σκάφη «δέθηκαν με ένα σχοινί για να μην απομακρυνθούν όσο υπήρχε η επικοινωνία μεταξύ του καπετάνιου του ΠΠΛΣ με τους μετανάστες στο εξωτερικό κατάστρωμα».
Οι πραγματογνώμονες δεν αξιοποιούν ένα από τα πιο ουσιαστικά στοιχεία: τις επίσημες καταθέσεις των επιζώντων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Κατά το χρονικό διάστημα που συντάχθηκε το πόρισμα, υπήρχαν ήδη ουσιώδεις καταθέσεις ενώπιον της ανακρίτριας Καλαμάτας που αναφέρονταν στην προσπάθεια ρυμούλκησης, ενώ είχαν ήδη δημοσιευθεί και πολλές άλλες μαρτυρίες επιζώντων, που στον απόηχο του πολύνεκρου ναυαγίου κατήγγειλαν ευθέως τη μοιραία ρυμούλκηση του αλιευτικού που είχε αποτέλεσμα να αποσταθεροποιηθεί και να βυθιστεί.
Ούτε οι δύο πραγματογνώμονες ούτε και οι δικαστικές αρχές θεώρησαν πως αυτά ήταν κρίσιμα στοιχεία για να ληφθούν υπόψη. Αυτό φάνηκε και στη συνέχεια, όταν οι κατηγορούμενοι επιζώντες υπέβαλαν ένσταση ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης και οι εισαγγελικές αρχές απέρριψαν το αίτημά τους, παρά το γεγονός πως ένα από τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται είναι η ίδια η πρόκληση του ναυαγίου.
Αμφίβολη είναι όμως και η νομιμότητα της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, οι κατηγορούμενοι όφειλαν να ειδοποιηθούν για τη διενέργεια της έρευνας, έτσι ώστε να μπορούν να ζητήσουν εξαίρεση των πραγματογνωμόνων αν το επιθυμούν, ή να διορίσουν δικό τους τεχνικό σύμβουλο, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έγινε: οι κατηγορούμενοι δεν έλαβαν ποτέ γνώση ότι ορίστηκαν πραγματογνώμονες. Για να γίνει κατανοητή η παραβίαση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, αρκεί μόνο να σημειώσει κανείς πως ένας τεχνικός σύμβουλος διορισμένος από τους κατηγορούμενους θα μπορούσε να επιβλέπει, να ελέγχει, να σχολιάζει και να θέτει ερωτήματα στους πραγματογνώμονες καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και αργότερα να υποβάλει και εγγράφως τη γνώμη του επί της γνωμοδότησης. Δυνατότητα την οποία στερήθηκαν παντελώς οι κατηγορούμενοι.
Η κύρια ανάκριση έχει ολοκληρωθεί με ελλιπέστατα στοιχεία για τους 9 Αιγύπτιους («Διάτρητη η δικογραφία για τους εννέα κατηγορούμενους», 15.1.2024, «Εφ.Συν.»). Πλέον έγκειται στην κρίση των Αρχών που θα εξετάσουν τη δικογραφία να αποφασίσουν αν οι 9 κατηγορούμενοι θα παραπεμφθούν σε δίκη ή όχι. Αν κρίνουν πως το πόρισμα βρίθει κενών, μπορούν να επιστρέψουν τη δικογραφία στον ανακριτή. Εναλλακτικά, μόνο όταν η υπόθεση φτάσει στο ακροατήριο, μπορούν οι δικαστές να διατάξουν τη διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης.
● Το ρεπορτάζ έγινε σε συνεργασία της «Εφ.Συν.», του Al Jazeera και του OmniaTV