*Αναδημοσίευση από Διεθνής Αμνηστία
6 μήνες μετά: Καμιά δικαιοσύνη για το ναυάγιο της Πύλου (Η νέα έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας και του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων)
- Οι επίσημες έρευνες σχετικά με τους αξιόπιστους ισχυρισμούς ότι οι ενέργειες και οι παραλείψεις του ελληνικού Λιμενικού Σώματος (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.) που συνέβαλαν στο ναυάγιο και στην απώλεια ανθρώπινων ζωών ανοιχτά της Πύλου, στην Ελλάδα, πριν από έξι μήνες, έχουν σημειώσει ελάχιστη ουσιαστική πρόοδο.
- Μια πλήρης αναφορά σχετικά με το τι συνέβη είναι υψίστης σημασίας προκειμένου αφενός να διασφαλιστεί η αλήθεια και η δικαιοσύνη, τόσο για τους επιζώντες όσο και για τις οικογένειες των θυμάτων, και αφετέρου να αποφευχθούν περαιτέρω θάνατοι στο μέλλον.
- Οι αρχές θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι ισχυρισμοί σε βάρος αξιωματούχων του Λιμενικού Σώματος και άλλων Ελλήνων αξιωματούχων θα τύχουν εμπεριστατωμένης έρευνας και ότι θα φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης τους αξιωματούχους για τους οποίους υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για διάπραξη αδικήματος.
Οι επίσημες έρευνες σχετικά με τους αξιόπιστους ισχυρισμούς ότι οι ενέργειες και οι παραλείψεις του ελληνικού Λιμενικού Σώματος (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.) συνέβαλαν στο τραγικό ναυάγιο και στην απώλεια ανθρώπινων ζωών ανοιχτά της Πύλου, στην Ελλάδα, πριν από έξι μήνες, έχουν σημειώσει ελάχιστη ουσιαστική πρόοδο, δήλωσαν σήμερα η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το υπερφορτωμένο αλιευτικό σκάφος «Adriana» ανατράπηκε νωρίς το πρωί της 14ης Ιουνίου 2023, παρασύροντας μαζί του στον θάνατο περισσότερους από 600 ανθρώπους. Είχε ξεκινήσει το θαλάσσιο ταξίδι του από τη Λιβύη πέντε ημέρες νωρίτερα μεταφέροντας περίπου 750 μετανάστριες/-στες και αιτούσες/-ντες άσυλο, μεταξύ των οποίων και παιδιά, κυρίως από τη Συρία, το Πακιστάν και την Αίγυπτο. Από τα άτομα που επέβαιναν, διασώθηκαν μόνο 104, ενώ περισυνελέγησαν 82 σοροί.
«Το ναυάγιο της Πύλου φαίνεται να αποτελεί άλλο ένα τραγικό παράδειγμα της αποποίησης ευθυνών από μέρους των ελληνικών αρχών για τη διάσωση ατόμων που κινδυνεύουν στη θάλασσα», δήλωσε η Judith Sunderland, αναπληρώτρια διευθύντρια Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. «Μια πλήρης αναφορά για όσα συνέβησαν είναι υψίστης σημασίας προκειμένου αφενός να διασφαλιστεί η αλήθεια και η δικαιοσύνη, τόσο για τους επιζώντες όσο και για τις οικογένειες των θυμάτων, και αφετέρου να αποφευχθούν περαιτέρω θάνατοι στο μέλλον».
Η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πήραν συνέντευξη από 21 επιζώντες, 5 συγγενείς 5 αγνοουμένων, από εκπροσώπους του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και από μη κυβερνητικές οργανώσεις, τον ΟΗΕ και διεθνείς φορείς και οργανισμούς.
Με βάση τα ευρήματα, οι ελληνικές αρχές, τις 15 ώρες που μεσολάβησαν από τη λήψη του πρώτου συναγερμού ότι το αλιευτικό «Adriana» βρισκόταν εντός της δικής τους περιοχής έρευνας και διάσωσης και μέχρι την ανατροπή του σκάφους, παρέλειψαν να κινητοποιήσουν τα κατάλληλα μέσα για τη διάσωση. Οι αρχές είχαν προφανώς επίγνωση των δεικτών κινδύνου, όπως η υπερφόρτωση του σκάφους και η ανεπάρκεια σε τρόφιμα και νερό και, σύμφωνα με τα λεγόμενα των επιζώντων, γνώριζαν ότι υπήρχαν νεκροί πάνω στο σκάφος και αιτήματα για διάσωση. Οι μαρτυρίες των επιζώντων αμφισβητούν επίσης τον ισχυρισμό των αρχών ότι οι επιβαίνοντες στο «Adriana» δεν επιθυμούσαν τη διάσωση, κάτι που ούτως ή άλλως δεν θα απάλλασσε το Λιμενικό Σώμα από την υποχρέωσή του να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατοχύρωση της ασφάλειας στη θάλασσα. Οι επιζώντες δήλωσαν σταθερά ότι έκαναν επανειλημμένα έκκληση για διάσωση, ακόμα και στο ίδιο το Λιμενικό Σώμα.
Οι επιζώντες δήλωσαν ότι πλωτό περιπολικό του Λιμενικού Σώματος προσέδεσε σχοινί στο «Adriana» και άρχισε να το ρυμουλκεί, με αποτέλεσμα την ανατροπή του αλιευτικού. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι, μετά την ανατροπή του αλιευτικού, το σκάφος του Λιμενικού άργησε να ενεργοποιήσει τις επιχειρήσεις διάσωσης, απέτυχε να μεγιστοποιήσει τον αριθμό των διασωθέντων, και επιδόθηκε σε επικίνδυνους ελιγμούς.
Μεταξύ άλλων, ξεχωριστές έρευνες από τον ανεξάρτητο οργανισμό Solomon, τη διεπιστημονική ερευνητική πλατφόρμα Forensis, τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς New York Times, Der Spiegel, El País, Lighthouse Reports και Washington Post τεκμηρίωσαν παρόμοιους ισχυρισμούς.
Σύμφωνα με τις οργανώσεις, η φύση των υπό εξέλιξη δικαστικών ερευνών στην Ελλάδα εγείρει ανησυχίες όσον αφορά τις προοπτικές λογοδοσίας για το ναυάγιο. Εννέα επιζώντες, επί του παρόντος υπό κράτηση, αντιμετωπίζουν βαριές κατηγορίες από τις δικαστικές αρχές της Καλαμάτας, μεταξύ άλλων για πρόκληση ναυαγίου. Παράλληλα, το Ναυτοδικείο ξεκίνησε έρευνα τον Ιούνιο σχετικά με τη δυνητική ευθύνη του Λιμενικού Σώματος, ενώ, τον Σεπτέμβριο, 40 επιζώντες κατέθεσαν μήνυση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου ισχυριζόμενοι ότι οι ελληνικές αρχές ήταν υπεύθυνες για το ναυάγιο. Δεν είναι σαφές πώς τα ευρήματα του ενός δικαστηρίου μπορεί να επηρεάσουν το άλλο δικαστήριο.
Οι μαρτυρίες των επιζώντων επισημαίνουν πιθανές σοβαρές δικονομικές ελλείψεις που ενδέχεται να επηρεάσουν και τις δύο έρευνες, μεταξύ άλλων την κατάσχεση των κινητών τηλεφώνων επιζώντων, εκ των οποίων κάποια μπορεί να περιέχουν βασικά στοιχεία σχετικά με τα συμβάντα. Μόλις στα τέλη Σεπτεμβρίου, η εισαγγελία του Ναυτοδικείου έδωσε εντολή να κατασχεθούν τα κινητά τηλέφωνα στελεχών του Λιμενικού Σώματος, τα οποία είναι δυνατόν να περιέχουν επίσης στοιχεία, ενώ μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου μόνο 13 επιζώντες είχαν κληθεί να δώσουν κατάθεση.
Τον Νοέμβριο, ο Έλληνας Συνήγορος του Πολίτη ξεκίνησε έρευνα για τις ενέργειες του Λιμενικού Σώματος, κάνοντας αναφορά στη ρητή άρνηση του Λιμενικού Σώματος να ξεκινήσει εσωτερική πειθαρχική έρευνα. H Ευρωπαία Συνήγορος του Πολίτη ξεκίνησε έρευνα σχετικά με τον ρόλο του ευρωπαϊκού οργανισμού για τα σύνορα, της Frontex, της οποίας το αεροσκάφος αρχικά εντόπισε το αλιευτικό σκάφος, ενώ ο υπεύθυνος Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Frontex διεξάγει τη δική του έρευνα. Συμβάλλοντας στην έρευνα της Ευρωπαίας Συνηγόρου, η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι η Frontex θα έπρεπε να είχε συνεχίσει την παρακολούθηση του «Adriana» και να είχε εκδώσει κλήση κινδύνου. Η Frontex δήλωσε στις οργανώσεις ότι αρμόδιες για τον συντονισμό των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης είναι οι εθνικές αρχές, καθώς και ότι δεν εξέδωσε κλήση κινδύνου επειδή δεν αξιολόγησε την κατάσταση ως «επικείμενο κίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή».
Το ελληνικό Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής απάντησε στις επιστολές των οργανώσεων δηλώνοντας ότι η προστασία της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα αποτελεί την «ύψιστη επαγγελματική και ηθική υποχρέωσή του» και ότι το Λιμενικό Σώμα και το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης του Πειραιά συμμορφώνονται με το νομικό και λειτουργικό πλαίσιο που ισχύει για τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης. Ωστόσο, κατά την αναφορά στις συνεχιζόμενες δικαστικές και διοικητικές έρευνες, το Λιμενικό Σώμα αρνήθηκε να απαντήσει στις σχετικές ερωτήσεις των οργανώσεων ή να σχολιάσει τα ευρήματά τους.
Οι ιστορικές αποτυχίες των ερευνών της Ελλάδας για ναυάγια στα οποία εμπλέκονται άνθρωποι σε κίνηση και η εκτεταμένη ατιμωρησία για συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορά της εγείρουν ανησυχίες ως προς την επάρκεια των εν εξελίξει δικαστικών ερευνών σχετικά με την τραγωδία της Πύλου, δήλωσαν το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η Διεθνής Αμνηστία. Το 2022, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για τις πλημμελείς προσπάθειες διάσωσης και τις παραλείψεις στις επακόλουθες έρευνες για το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι το 2014, όπου 11 άτομα έχασαν τη ζωή τους.
«Σχεδόν μία δεκαετία από το μοιραίο ναυάγιο στο Φαρμακονήσι, η ανταπόκριση των ελληνικών αρχών στην τραγωδία της Πύλου αποτελεί κρίσιμη δοκιμασία σχετικά με την προθυμία τους να διερευνήσουν τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενάντια σε φυλετικοποιημένα άτομα σε κίνηση στα σύνορα της χώρας», δήλωσε η Adriana Tidona, ερευνήτρια για τη μετανάστευση στη Διεθνή Αμνηστία. «Η Ελλάδα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι επιζώντες και οι οικογένειες των εκατοντάδων ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους θα μπορούν να συμμετέχουν με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα στις διαδικασίες στον ανώτατο δυνατό βαθμό, καθώς και να εξασφαλίσει ότι οι έρευνες θα διεξάγονται εγκαίρως και θα εγγυώνται την πληρότητα και την ακεραιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που γίνονται δεκτά».
Δείτε ολόκληρη την έκθεση στα ελληνικά εδώ.
Διαβάστε ολόκληρη την έκθεση σε pdf, εδώ.