Υπάρχουν ειδήσεις που στο άκουσμά τους θέλεις ταυτόχρονα να κλάψεις αλλά και να ουρλιάξεις από ενθουσιασμό. Και δεν μπορείς να καταλάβεις ποιο συναίσθημα είναι εκείνο που επικρατεί. Η χαρά ή η οργή; Η ικανοποίηση ή ο θυμός; Ετσι ακριβώς ένιωσα όταν διάβασα την Τρίτη 21 Μαΐου την είδηση «Αθώοι οι 9 ναυαγοί της Πύλου». Και μόλις αντίκρισα, σε κάποιες λίγες φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν μετά τη δικαστική απόφαση, τα πρόσωπα των 9 προσφύγων που από θύματα έγιναν κατηγορούμενοι, που επέζησαν από τον έναν εφιάλτη, αλλά ήρθαν αντιμέτωποι μ’ έναν άλλον, αυτόν της φυλακής, πήγα πίσω εκεί στις 14-15 Ιουνίου του 2023, όταν οι 9 Αιγύπτιοι που κατάφεραν να διασωθούν από εκείνο το αλιευτικό-φέρετρο και πριν ακόμα καλά καλά συνειδητοποιήσουν την τραγωδία που είχε συμβεί, συνελήφθησαν από «τη Λιμενική Αρχή Καλαμάτας με τη συνδρομή των στελεχών της Διεύθυνσης Ασφαλείας και Προστασίας Θαλασσίων Συνόρων σε συνεργασία με το γραφείο επιχειρήσεων της Europol… οι οποίοι είχαν διακριτούς ρόλους στη μεταφορά των υπολοίπων» -αυτά έγραφε το δελτίο Τύπου του Λιμενικού, 16/6/2023- φώναζαν ότι είναι αθώοι. Αλλά κανείς δεν τους άκουγε. Μόνο το κίνημα αλληλεγγύης, οι δικηγόροι τους, ελάχιστοι Ελληνες δημοσιογράφοι και αρκετοί ξένοι. Γρήγορα γρήγορα τους τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί, τους φόρτωσαν βαριές κατηγορίες στην πλάτη, ακόμα και της «πρόκλησης ναυαγίου», ότι αυτοί δηλαδή έπνιξαν τους συγγενείς και φίλους τους, τους ονόμασαν «διακινητές» και τους προφυλάκισαν για 11 ολόκληρους μήνες.
«Το δικαστήριο είναι αναρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, διότι η τραγωδία συνέβη σε διεθνή ύδατα. Κρίνει απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Κηρύσσει τους κατηγορούμενους αθώους» ήταν η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Καλαμάτας. Ωστόσο ένα ερώτημα ζητά απάντηση: Το Λιμενικό, που προχώρησε στις συλλήψεις αμέσως μετά το πολύνεκρο ναυάγιο, αλλά και ο εισαγγελέας της Καλαμάτας που απήγγειλε τις κατηγορίες δεν γνώριζαν ότι το ναυάγιο έγινε σε διεθνή ύδατα και η Ελλάδα δεν είχε δικαιοδοσία γι’ όλα αυτά που ακολούθησαν, εκτός από την έρευνα και τη διάσωση;