Το αλιευτικό που ανατράπηκε τα ξημερώματα της 14ης Ιουνίου νοτιοδυτικά της Πύλου βρίσκεται ξεχασμένο στον πυθμένα του βαθύτερου σημείου της Μεσογείου.
Και ενώ οι συγγενείς των θυμάτων ζητούν την ανέλκυση του πλοίου και την ανάσυρση των σορών των αγαπημένων τους, και η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια ανακοίνωσε έρευνα – σε συντονισμό με τον Συνήγορο του Πολίτη – προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο ρόλος της Frontex στις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στη Μεσόγειο, τα ερωτήματα γύρω από τις ευθύνες του ναυαγίου παραμένουν.
Τις τελευταίες εβδομάδες, δημοσιογραφικές και ερευνητικές ομάδες απ’ όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και το Solomon, προσπάθησαν να ανασυνθέσουν την πορεία που διέγραψε το υπερφορτωμένο αλιευτικό, και τα γεγονότα που μεσολάβησαν μέχρι και την ανατροπή του, οδηγώντας εκατοντάδες ανθρώπους στον θάνατο.
Το Solomon καταγράφει όσα έχει εισφέρει η δημοσιογραφική έρευνα έως σήμερα γύρω από το πιο θανατηφόρο ναυάγιο που σημειώθηκε ποτέ στην ελληνική ζώνη Έρευνας και Διάσωσης.
Το SOS
Το Λιμενικό Σώμα υποστήριξε πως το αλιευτικό σκάφος, που μετέφερε περίπου 750 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, από το Πακιστάν, την Αίγυπτο, και τη Συρία, δεν ζήτησε καμία συνδρομή. Υποστήριξε, ακόμα, ότι όταν παραπλέον εμπορικό σκάφος προσφέρθηκε να βοηθήσει, οι επιβαίνοντες αρνήθηκαν: «Δεν θέλουμε τίποτα άλλο από το να συνεχίσουμε για Ιταλία».
Ωστόσο, η ηλεκτρονική επικοινωνία της ομάδας Alarm Phone με τις Αρχές που δημοσιεύσαμε στο Solomon μία μέρα μετά το ναυάγιο, δείχνει ότι το Λιμενικό Σώμα είχε ενημερωθεί ήδη από το μεσημέρι της 13ης Ιουνίου πως οι επιβαίνοντες βρίσκονταν σε κατάσταση κινδύνου: «Ζητούν επειγόντως βοήθεια» ήταν η τελευταία πρόταση του μηνύματος.
Οι παραλήπτες του, μεταξύ άλλων: η Ελληνική Ακτοφυλακή, η Frontex, το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, το Λιμενικό Σώμα στην Καλαμάτα.
Από τη συνεργατική έρευνα που πραγματοποιήσαμε σε δεύτερο χρόνο με την ερευνητική ομάδα Forensis, τη βρετανική εφημερίδα Guardian και τη γερμανική δημόσια τηλεόραση ARD, προέκυψε ότι οι ελληνικές Αρχές δεν είχαν απλώς ενημερωθεί, αλλά είχαν αφήσει αναπάντητα και τα τρία αιτήματα για παροχή συνδρομής της Frontex, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, που είχε επίσης εντοπίσει το αλιευτικό.
Παράλληλα, έρευνα της γερμανικής εφημερίδας Welt am Sonntag και του Politico επικαλείται εσωτερικό έγγραφο, που αναφέρει ότι η ιταλική πλευρά είχε ενημερώσει από τις 11:00 το πρωί – 15 ώρες πριν το ναυάγιο – την Ελλάδα και την Frontex ότι στο αλιευτικό υπήρχαν δύο νεκρά παιδιά.
«Αρνήθηκαν τη βοήθεια»
Ακόμα και στην περίπτωση που οι επιβαίνοντες ή ο κυβερνήτης του αλιευτικού αρνήθηκαν να δεχτούν βοήθεια, ειδικοί του διεθνούς δικαίου αλλά και πρώην και νυν στελέχη του Λιμενικού Σώματος επισήμαναν στο Solomon πως το Λιμενικό Σώμα όφειλε να ξεκινήσει επιχείρηση διάσωσης ήδη από τη στιγμή του εντοπισμού του σκάφους.
«Αμέσως μόλις ελήφθη το σήμα κινδύνου μέσω του Alarm Phone, υπήρχε σαφώς [κατάσταση] εκτάκτου ανάγκης. Αλλά όταν ένα σκάφος είναι τόσο υπερφορτωμένο, τότε βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση ήδη από τη στιγμή της αναχώρησης, διότι δεν είναι αξιόπλοο. Ακόμα κι αν εξακολουθεί να κινείται. Υπήρχε καθήκον διάσωσης, όχι απαθούς παρακολούθησης», είχε δηλώσει στο Solomon η Nora Markard, καθηγήτρια Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και Διεθνών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Πανεπιστήμιο Münster της Γερμανίας.
Το ίδιο επισήμαναν ειδικοί του διεθνούς ναυτικού δικαίου στην αμερικάνικη εφημερίδα Washington Post, στις αρχές του Ιουλίου: «Η νομική υποχρέωση για διάσωση ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο υπάρχει ανεξαρτήτως της πρόθεσής τους, ή του μεταναστευτικού τους καθεστώτος».
H πορεία
Το BBC συγκέντρωσε και ανέλυσε τα στίγματα των παραπλέοντων σκαφών που προσέγγισαν το αλιευτικό την 13η Ιουνίου. Από την ανάλυση προέκυψε ότι το υπερφορτωμένο σκάφος παρέμεινε στάσιμο για τουλάχιστον 7 ώρες μέχρι και την ανατροπή του.
«Τα δεδομένα [των πλοίων] δείχνουν ότι η δραστηριότητά τους ήταν εστιασμένη σε μία μικρή, συγκεκριμένη περιοχή όπου το σκάφος αργότερα βυθίστηκε και θέτει υπό αμφισβήτηση το επιχείρημα των Αρχών ότι [το αλιευτικό] δεν αντιμετώπιζε κανένα θέμα με την πλοήγησή του», διαβάζουμε στο ρεπορτάζ.
Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε η έρευνα των New York Times, η οποία δείχνει ότι «το Adriana περιπλανιόταν σε λούπα για τις τελευταίες 6,5 ώρες». Παρομοίως, τέσσερις ημέρες μετά το ναυάγιο, το News247 είχε γράψει πως το αλιευτικό διένυσε μόλις 3,3 ναυτικά μίλια σε 11 ώρες.
Τα ευρήματα των συνεργατών μας Forensis -που βρίσκονται πιο κοντά σε εκείνα της Washington Post– δείχνουν ότι το αλιευτικό κινούνταν τις τελευταίες ώρες με μεταβαλλόμενη ταχύτητα (άλλοτε μεγαλύτερη, άλλοτε μικρότερη), ωστόσο χωρίς ικανότητα προσανατολισμού, με τη μηχανή να παρουσιάζει προβλήματα λόγω της φερόμενης υπερθέρμανσής της.
Το ότι η μηχανή υπολειτουργούσε προκύπτει και από μαρτυρίες επιζώντων, αλλά και από βίντεο-ντοκουμέντο που δημοσίευσε η Washington Post, στο οποίο το αλιευτικό φαίνεται να κινείται με μικρή ταχύτητα, ενώ το πίσω μέρος του είναι τυλιγμένο σε καπνούς.
Ο (μπλε) κάβος
Οι μαρτυρίες επιζώντων στα πλαίσια της συνεργατικής έρευνας των Solomon, Forensis, Guardian και ARD αναφέρουν ότι ενώ η μηχανή λειτουργούσε, αλλά το αλιευτικό δεν είχε ικανότητα προσανατολισμού, το ελληνικό Λιμενικό πλησίασε το σκάφος και έδωσε οδηγίες προς την Ιταλία.
«[Μέλος του πληρώματος] μας είπε ότι το ελληνικό πλοίο θα προχωρούσε μπροστά μας και θα μας πήγαινε στα ιταλικά ύδατα. Μας είπε ότι σε δύο ώρες θα ήμασταν στην Ιταλία».
Το ΠΠΛΣ-920 φέρεται να κατηύθυνε το αλιευτικό από απόσταση, μέχρι η μηχανή του δεύτερου να σταματήσει. Τότε, σύμφωνα με Σύριους επιζώντες που βρίσκονταν στο κατάστρωμα, μασκοφόροι που επέβαιναν στο σκάφος του ελληνικού Λιμενικού ανέβηκαν στο αλιευτικό και έδεσαν έναν μπλε κάβο στην πρύμνη.
Από τις μαρτυρίες προκύπτει ότι έγιναν συνολικά δύο απόπειρες ρυμούλκησης. Την πρώτη φορά το σχοινί κόπηκε. Τη δεύτερη, το ΠΠΛΣ-920 κινήθηκε με μεγαλύτερη ταχύτητα. Το αλιευτικό σκάφος τότε έγειρε προς τα δεξιά, έπειτα προς τα αριστερά, ξανά προς τα δεξιά και ανατράπηκε.
Κατά τα πρώτα εικοσιτετράωρα, το Λιμενικό διέψευδε τη χρήση σχοινιού από το ΠΠΛΣ-920. Πρώτη η Καθημερινή, στις 16 Ιουνίου, αναφέρθηκε στη χρήση του.
H έρευνά μας κατέγραψε για πρώτη φορά τον μπλε κάβο που χρησιμοποιεί το ΠΠΛΣ-920 από παλαιότερες φωτογραφίες του σκάφους.
Μαρτυρίες για την ανατροπή του αλιευτικού
Οι παραπάνω μαρτυρίες βρίσκονται στην ίδια γραμμή με την έρευνα άλλων εγχώριων και διεθνών Μέσων που εργάστηκαν πάνω στο ναυάγιο της Πύλου:
«“Ακολουθήστε μας”, μας είπαν. Μισή ώρα αργότερα η βάρκα μας σταμάτησε τελείως. Δεν μπορούσε να κινηθεί. Ήρθαν ξανά και μας έδεσαν στη βάρκα τους». – 23χρονος Σύριος επιζώντας, Al Jazeera.
«Το ελληνικό σκάφος κινήθηκε γρήγορα με αποτέλεσμα να ανατραπεί η βάρκα μας. Συνέχισαν να το τραβάνε από απόσταση». – BBC
«Το πρώτο σχοινί έσπασε από την πίεση. “Ύστερα προσπάθησαν να μας τραβήξουν ξανά και τράβηξαν δυνατά. Η βάρκα μας έγειρε προς τα δεξιά. Φωνάζαμε ‘Όχι. Όχι. Όχι.’ και συνέχισαν να μας ρυμουλκούν μέχρι που ανατράπηκε η βάρκα μας. Στη συνέχεια έκοψαν το σχοινί και απομακρύνθηκαν”». – 30χρονος Σύριος επιζών, Washington Post
«Σταμάτησαν μπροστά από το σκάφος μας, ήρθαν στην ευθεία μας και μας έδεσαν με ένα σχοινί. Οδηγούσαν πολύ γρήγορα. Αρχίσαμε να γέρνουμε αριστερά και δεξιά και ανατραπήκαμε αμέσως». – Σαμίρ, Σύριος επιζώντας, Reporters United, Lighthouse Reports, Der Spiegel, SIRAJ, El Pais, Monitor, The Times.
Η διάσωση
Πολλοί επιζώντες αναφέρουν ότι το ελληνικό Λιμενικό καθυστέρησε σημαντικά να ξεκινήσει την επιχείρηση διάσωσης μετά την ανατροπή του αλιευτικού.
Κάποιοι τοποθετούν την καθυστέρηση στα 30 λεπτά, άλλοι μιλούν ακόμα και για δύο ώρες.
«Οι άνθρωποι που ήταν ακόμα ζωντανοί στο νερό όταν βυθίστηκε το σκάφος, παρασύρθηκαν μαζί του. Ήταν γύρω στις 2.30 νωρίς το πρωί και μας παρακολουθούσαν μέχρι τις 4.30 μέχρι που μας έβγαλαν έξω από το νερό. Αυτό είναι το ρολόι μου, ήταν στο χέρι μου και το κοιτάζω ακόμα μέχρι τώρα, μας παρακολουθούσαν», είπε ο Καμάλ στο Reporters United.
Ορισμένοι επιζώντες ανέφεραν ότι, μετά την ανατροπή του σκάφους, το ΠΠΛΣ-920 απομακρύνθηκε από το σημείο δημιουργώντας κυματισμό που έκανε την προσπάθεια εκείνων που κολυμπούσαν για να σωθούν, ακόμα πιο δύσκολη.
Επιζών είπε στο Al Jazeera ότι το ΠΠΛΣ-920 ήταν «200 με 300 μέτρα μακριά από εμάς. Κολύμπησα προς το μέρος του και μπήκα στο πλοίο. Δεν ήρθαν κοντά για να μας σώσουν. Στέκονταν μακριά και όσοι μπορούσαν να κολυμπήσουν πήγαιναν προς το μέρος τους, όπως εγώ».
Το ρεπορτάζ των New York Times παρουσιάζει τη διστακτικότητα ορισμένων να εμπιστευτούν το ελληνικό Λιμενικό για τη διάσωσή τους: «Ένα άτομο κατέθεσε ότι αρχικά κολύμπησε μακριά από το 920 επειδή φοβόταν ότι το πλήρωμα θα τον έπνιγε».
Οι κλειστές κάμερες του ΠΠΛΣ-920
Τον Μάρτιο του 2021, ύστερα από καταγγελίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από σκάφη του Λιμενικού Σώματος, ομάδα εργασίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Frontex απηύθυνε σύσταση στις ελληνικές Αρχές να καταγράφουν οπτικά όλες τις δράσεις που επιχειρούνται με μέσα χρηματοδοτούμενα από τον ευρωπαϊκό οργανισμό.
Η κοινή μας έρευνα αποκάλυψε ότι το ΠΠΛΣ-920 εμπίπτει στη συγκεκριμένη κατηγορία, καθώς έχει χρηματοδοτηθεί κατά 90% από την Frontex.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Γνωρίζουμε ότι το ΠΠΛΣ-920, όπως και τα τρία αδερφά του πλοία, διαθέτει δύο υπερσύγχρονα συστήματα θερμικών καμερών, τα οποία όμως φέρονται να βρίσκονταν εκτός λειτουργίας εκείνο το βράδυ.
Μία μέρα μετά τη δημοσίευση της έρευνάς μας, το MEGA παρουσίασε στο κεντρικό δελτίο του Σαββάτου (8/7/23) βίντεο στο οποίο αποτυπώνεται η συνάντηση του εμπορικού πλοίου Faithful Warrior με το αλιευτικό.
«Στο οπτικό αυτό υλικό αποτυπώνονται με ενδεικτική ακρίβεια οι κλυδωνισμοί και η αστάθεια του σκάφους των δουλεμπόρων, λόγω ακριβώς της υπερφόρτωσης και της μετακίνησης των εκατοντάδων επιβατών», σημείωσε ο δημοσιογράφος Βασίλης Λαμπρόπουλος, που ανέφερε και τις θέσεις των στελεχών του Λιμενικού Σώματος.
«Δεν αποδέχονται με κατηγορηματικό τρόπο ότι υπήρξε προσπάθεια ρυμούλκησης του σκάφους, όπως αναφέρουν ξένα Μέσα», και «υπογραμμίζουν ότι το εν λόγω βίντεο αποδεικνύει πόσο ασταθές ήταν το πλοίο λόγω του ανθρώπινου φορτίου που υπήρχε πάνω σε αυτό».
Οι καταθέσεις
Σύμφωνα με δύο μαρτυρίες επιζώντων που εξασφάλισε το BBC στην πιο πρόσφατη έρευνα που δημοσίευσε γύρω από το ναυάγιο, το ελληνικό Λιμενικό «πίεσε [τους επιζώντες] να αναγνωρίσουν εννέα Αιγύπτιους επιβαίνοντες ως διακινητές».
Στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρεται ότι όταν οι επιζώντες άρχισαν να μιλάνε για τις ευθύνες του ελληνικού Λιμενικού, σε σχέση με την ανατροπή και τελικά βύθιση του σκάφους, «το Λιμενικό είπε [στους επιζώντες] “να σκάσουν”».
Το παραπάνω συνάδει με την έρευνα του Lighthouse Reports και συνεργατών, όπου διαπιστώνεται πως οι αρχικές καταθέσεις των μαρτύρων παρουσιάζουν πανομοιότυπη φρασεολογία.
Η δημοσίευση του Solomon στο πλαίσιο της κοινής έρευνας με Forensis, Guardian και ARD παρουσίασε επίσης κοινές καταθέσεις:
«Ήμασταν πάρα πολλοί άνθρωποι στο σκάφος, το οποίο ήταν παλιό και σκουριασμένο … γι’ αυτό ανατράπηκε και βυθίστηκε στο τέλος», αναφέρουν επί λέξει δύο επιζώντες διαφορετικής εθνικότητας.
Αντίστοιχα, μιλώντας σε ρεπορτάζ του Al Jazeera, επιζών του ναυαγίου μετέφερε αντίστοιχες πρακτικές που φέρονται να έλαβαν χώρα κατά την κατάθεσή του: «Όταν τους είπαμε ότι είχαμε ρυμουλκηθεί με σχοινί, σταμάτησαν. Είπαν ότι το πρόβλημα υπήρχε στο σκάφος μας. Έγραψαν τις καταθέσεις μας με τις δικές τους λέξεις. Δεν έγραψαν αυτά που τους είπαμε. Μας είπαν να τα πουμε και τα κατέγραψαν».
Προβληματισμό εγείρουν οι μαρτυρίες επιζώντων στις οποίες αναφέρουν πως τα κινητά τους, που διασώθηκαν σε πλαστικές θήκες και στα οποία υπήρχε οπτικό υλικό από το συμβάν της ανατροπής του αλιευτικού, κατασχέθηκαν από στελέχη του Λιμενικού.
Τα κινητά αυτά, έως και σήμερα, φέρονται να μην τους έχουν επιστραφεί.