«Το Λιμενικό μας ρυμούλκησε και μετά παραποίησαν την κατάθεσή μου – Μου προσέφεραν διάφορα deals»
Λίγες μέρες μετά τη μαύρη επέτειο των δύο ετών από το ναυάγιο της Πύλου, φιλοξενούμε στον ραδιοφωνικό αέρα του TPP τον Άχμαντ Αλ Κελάνι, επιζώντα του ναυαγίου. Μετά τη ρυμούλκηση και τη βύθιση του αλιευτικού σκάφους Αντριάνα από την Ελληνική Ακτοφυλακή και ενόσω ήταν ακόμη βρεγμένος, ο Άχμαντ ανακρίθηκε επί 10 ώρες από τις ελληνικές αρχές. Αποκαλύπτει τον τρόπο που οι ελληνικές αρχές έστησαν την κατάθεσή του, ώστε να φαίνεται ότι δείχνει ως υπεύθυνους τους εννέα Αιγύπτιους, αφού απέτυχαν οι προσπάθειες εξαγοράς του. Με πικρία θίγει το ζήτημα του θεσμικού ρατσισμού που ουσιαστικά τους έπνιξε. Ο ίδιος και άλλοι 62 επιζώντες έχουν υποβάλλει μήνυση η οποία οδήγησε στη δίωξη 17 στελεχών του Λ.Σ. «Το κάναμε για όσους πνίγηκαν, για όσους επέζησαν και για όσους πρόκειται να έρθουν. Αν δεν το κάναμε, θα συνέχιζαν να κάνουν ό,τι θέλουν», αναφέρει. Στη συνέχεια φιλοξενήσαμε στο TPP μία εκ των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής κατά του Ελληνικού Λιμενικού, Μαρία Παπαμηνά, η οποία τόνισε την σημασία να επεκταθεί το κατηγορητήριο σε περισσότερα ανώτατα στελέχη του Λιμενικού Σώματος, επισημαίνοντας πως «θεωρούμε ότι είναι ευθύνη αυτού που έδινε τις εντολές».
*Αναδημοσίευση από The Press Project
Ο Άχμαντ έζησε ως πρόσφυγας από την τρυφερή ηλικία των 14 ετών, ξεκινώντας από την γενέτειρά του Συρία για την Ιορδανία, όπου έζησε σε προσφυγικά camps μέχρι τα 24 του χρόνια. Η προσφυγιά είχε χαραχτεί στη βιωμένη ιστορία του Άχμαντ πολύ πριν μπει στο αλιευτικό σκάφος που ξεκίνησε από το Τομπρούκ της Λιβύης με προορισμό την Ιταλία, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει. Το ταξίδι για τους ανθρώπους είχε, επίσης, αρχίσει πολύ πριν επιβιβαστούν στο «Αντριάνα», αφού για εβδομάδες μεταφέρονταν από σπίτι σε σπίτι, τα λεγόμενα «safe houses» της Λιβύης, χωρίς να μπορούν να βγουν για να μη τους δουν ντόπιοι και το καταγγείλουν.
Ο επιζών του ναυαγίου της Πύλου Άχμαντ στο TPP: «Το Λιμενικό μας ρυμούλκησε και μετά παραποίησαν την κατάθεσή μου – Μου προσέφεραν διάφορα deals»
Λίγες μέρες μετά τη μαύρη επέτειο των δύο ετών από το ναυάγιο της Πύλου, φιλοξενούμε στον ραδιοφωνικό αέρα του TPP τον Άχμαντ Αλ Κελάνι, επιζώντα του ναυαγίου. Μετά τη ρυμούλκηση και τη βύθιση του αλιευτικού σκάφους Αντριάνα από την Ελληνική Ακτοφυλακή και ενόσω ήταν ακόμη βρεγμένος, ο Άχμαντ ανακρίθηκε επί 10 ώρες από τις ελληνικές αρχές. Αποκαλύπτει τον τρόπο που οι ελληνικές αρχές έστησαν την κατάθεσή του, ώστε να φαίνεται ότι δείχνει ως υπεύθυνους τους εννέα Αιγύπτιους, αφού απέτυχαν οι προσπάθειες εξαγοράς του. Με πικρία θίγει το ζήτημα του θεσμικού ρατσισμού που ουσιαστικά τους έπνιξε. Ο ίδιος και άλλοι 62 επιζώντες έχουν υποβάλλει μήνυση η οποία οδήγησε στη δίωξη 17 στελεχών του Λ.Σ. «Το κάναμε για όσους πνίγηκαν, για όσους επέζησαν και για όσους πρόκειται να έρθουν. Αν δεν το κάναμε, θα συνέχιζαν να κάνουν ό,τι θέλουν», αναφέρει. Στη συνέχεια φιλοξενήσαμε στο TPP μία εκ των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής κατά του Ελληνικού Λιμενικού, Μαρία Παπαμηνά, η οποία τόνισε την σημασία να επεκταθεί το κατηγορητήριο σε περισσότερα ανώτατα στελέχη του Λιμενικού Σώματος, επισημαίνοντας πως «θεωρούμε ότι είναι ευθύνη αυτού που έδινε τις εντολές».

Συνέντευξη στις Ηλιάνα Ζερβού & Νεκταρία Ψαράκη
Ο Άχμαντ έζησε ως πρόσφυγας από την τρυφερή ηλικία των 14 ετών, ξεκινώντας από την γενέτειρά του Συρία για την Ιορδανία, όπου έζησε σε προσφυγικά camps μέχρι τα 24 του χρόνια. Η προσφυγιά είχε χαραχτεί στη βιωμένη ιστορία του Άχμαντ πολύ πριν μπει στο αλιευτικό σκάφος που ξεκίνησε από το Τομπρούκ της Λιβύης με προορισμό την Ιταλία, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει. Το ταξίδι για τους ανθρώπους είχε, επίσης, αρχίσει πολύ πριν επιβιβαστούν στο «Αντριάνα», αφού για εβδομάδες μεταφέρονταν από σπίτι σε σπίτι, τα λεγόμενα «safe houses» της Λιβύης, χωρίς να μπορούν να βγουν για να μη τους δουν ντόπιοι και το καταγγείλουν.
Η προσφυγιά και το ταξίδι
Την ημέρα που ξεκίνησε το ταξίδι τους, οι διακινητές τους είπαν ότι επειδή η γειτονιά πήρε χαμπάρι ότι υπάρχουν πρόσφυγες μέσα στο σπίτι, θα μεταφερθούν σε ένα ξενοδοχείο. Αντί αυτού, τους μετέφεραν σε ένα βρώμικο σπίτι όπου έμειναν για μισή ώρα. «Δεν ήξερα ότι ξεκινά το ταξίδι μας», μας λέει ο Άχμαντ.
Οι διακινητές στρίμωξαν περισσότερα από 100 – 150 άτομα σε ένα φορτηγό ψυγείο με μία τρύπα στην οροφή για να αναπνέουν, και τους μετέφεραν στην παραλία.
«Στην πραγματικότητα, έφεραν εκατοντάδες ανθρώπους και άρχισαν να μας οργανώνουν σε ομάδες 30 ατόμων τους οποίους μετέφεραν με δύο ξύλινα σκάφη στο μεγάλο καράβι, το “Αντριάνα”» περιγράφει. «Κοίταζα προς την παραλία γιατί η απόσταση μεταξύ του καραβιού “Αντριάνα” και της παραλίας ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο και έβλεπα εκατοντάδες ανθρώπους που τους γύρισαν πίσω στη Λιβύη γιατί δεν υπήρχε χώρος στο καράβι» συνεχίζει. Η πρόβλεψη, επομένως, ήταν να επιβιβαστούν ακόμα περισσότεροι άνθρωποι πάνω σε αυτό το ήδη υπερφορτωμένο πλοίο.
Οι συνθήκες πάνω στο σκάφος ήταν τραγικές. «Είχαμε φαγητό και νερό μόνο για δύο μέρες. Την τρίτη μέρα τελείωσαν. Δεν υπήρχε καθόλου νερό, μπορούσαμε να πιούμε μόνο από το ντεπόζιτο του κινητήρα, που είχε βρώμικο νερό. Δεν είναι πόσιμο νερό. Εγώ ήπια από αυτό το νερό, αλλά μετά έχασα τις αισθήσεις μου την πέμπτη μέρα. Όταν έφτασα στην Ελλάδα, μετά από έναν μήνα, έκανα επέμβαση σκωληκοειδίτη εξαιτίας αυτού του νερού», μας εξιστορεί με πικρία.
«Δεν υπήρχαν διακινητές στο καράβι»
Παρότι τα μέσα και οι αρχές προσπαθούσαν να μεταθέσουν την ευθύνη για αυτό το τεράστιο έγκλημα σε 9 Αιγύπτιους επιζώντες, ο Άχμαντ δηλώνει ότι «δεν υπήρχαν διακινητές στο καράβι γιατί οι διακινητές, από όσο ξέρω, κρατούν όπλα και είναι πολύ βίαιοι. Επίσης, αυτοί που ήταν κρατούμενοι στην Ελλάδα, δεν ήταν στο πλήρωμα του καραβιού γιατί τους είδα πριν αρχίσουν να μοιράζουν νερό και φαγητό». «Ήταν επιβάτες σαν εμάς» συμπληρώνει.
Για τους εννιά Αιγύπτιους που φυλακίστηκαν άδικα λέει «νομίζω ότι απλά βοηθούσαν τους ανθρώπους. Μοίραζαν νερό. Γιατί αν δεν υπήρχε οργάνωση στο καράβι, αυτό θα είχε βουλιάξει από την αρχή. Όταν δεν υπάρχει κανένας που να οργανώνει το ταξίδι πρέπει να το κάνουμε εμείς. Πρέπει να συνεργαστούμε μεταξύ μας για να φτάσουμε».
«Ψάχναμε κάθε είδους βοήθεια – Λέγαμε ακόμα και η Συριακή Ακτοφυλακή να έρθει, θα πάμε μαζί τους»
«Ψάχναμε για κάθε είδους βοήθεια. Θυμάμαι λέγαμε ότι ακόμη και η Συριακή Ακτοφυλακή να ερχόταν θα πηγαίναμε μαζί τους. Δραπέτευσα από τον πόλεμο, διέφυγα από τη Συρία. Ακόμη κι εκείνοι αν έρχονταν όμως, θα πήγαινα μαζί τους» ξεκαθαρίζει ο Άχμαντ, καταρρίπτοντας πλήρως το ψευδές αφήγημα του Λιμενικού ότι οι μετανάστες/τριες «δεν ήθελαν να σωθούν».
Τονίζει πως «την πέμπτη μέρα, όταν το εμπορικό πλοίο “Faithful Warrior” ήρθε κοντά μας, ανέβηκα στην οροφή της καμπίνας του καπετάνιου και άρχισα να τους φωνάζω να μας πάρουν μαζί τους, αλλά δεν απάντησαν. Μας έδωσαν μερικά μπουκάλια νερό και λίγο ψωμί, αλλά δεν μας πήραν μαζί τους».
Όπως χαρακτηριστικά μαρτυρά ο Άχμαντ: «Η Ελληνική Ακτοφυλακή ήρθε αφού έφυγε το δεύτερο εμπορικό πλοίο “Faithful Warrior” και μας είπε να την ακολουθήσουμε και ότι θα μας πάει στα ιταλικά ύδατα, αν θέλουμε. Τους ακολουθήσαμε για περίπου μία ώρα, αλλά μετά τους χάσαμε γιατί το πλοίο τους ήταν πολύ γρήγορο και το δικό μας χαλασμένο. Μετά όταν τους χάσαμε, ήρθαν ξανά σε εμάς και άρχισαν τη “διάσωση”. Αλλά όταν λέω διάσωση εννοώ την ανατροπή…».
«Μας τράβηξαν με ένα σχοινί, μας ανέτρεψαν και μετά απομακρύνθηκαν στο 1 χιλιόμετρο»
Σχετικά με τη διαδικασία της ρυμούλκησης, ο Άχμαντ περιγράφει αναλυτικά, ότι «η ανατροπή ξεκίνησε όταν η Ελληνική Ακτοφυλακή προσπάθησε να μας τραβήξει με σχοινί. Μας είπαν ότι το σκάφος ήταν κατεστραμμένο και ότι θα μας τραβούσαν προς τα ιταλικά ύδατα. Έδεσαν το σχοινί στο σκάφος μας και άρχισαν να το τραβούν, αλλά το σχοινί έσπασε γιατί υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, εκατοντάδες, πάνω στο σκάφος». Σύμφωνα με τα όσα μας αποκάλυψε, οι επιχειρήσεις ρυμούλκησης ήταν δύο. «Όταν προσπάθησαν ξανά να δέσουν το σχοινί και να τραβήξουν το σκάφος ανατράπηκε επειδή πήγαιναν πολύ γρήγορα και δεν πήραν μέτρα ασφαλείας. Δεν νοιάζονταν για τις ψυχές μας» υπογραμμίζει ο Άχμαντ, με μια σύντομη τελευταία διατύπωση που συνοψίζει όλη τη στάση του Ελληνικού Λιμενικού κατά την διαχείριση του περιστατικού «Αντριάνα».
Όπως περιγράφει ο Άχμαντ, επικράτησε πανικός. «Δεν κατάλαβα καν ότι έχουμε αναποδογυρίσει από τις φωνές και τα ουρλιαχτά» είπε. Βρισκόταν κάτω από το πλοίο το οποίο τον έσπρωχνε στο βάθος της θάλασσας, μέχρι που άρπαξε την κουπαστή και βγήκε στην επιφάνεια. Και τότε κατάλαβε για πρώτη φορά στη ζωή του το εξής: μπορεί να επιπλεύσει, μπορεί να κολυμπήσει. Ανέβηκε στην καρίνα του Αντριάνα, η οποία ήταν ακόμη στην επιφάνεια της θάλασσας έχοντας εγκλωβίσει στη Μεσόγειο εκατοντάδες πρόσφυγες – οι οποίοι βρίσκονται ακόμα εκεί, και φώναζε για βοήθεια.
Όπως σημειώνει, επίσης ο Άχμαντ, αφού το σκάφος ανατράπηκε, το περιπολικό του Ελληνικού Λιμενικού έφυγε και σταμάτησε σε μεγάλη απόσταση από τους ανθρώπους που πάλευαν με τα κύματα, χωρίς να τους πετάξει καν σωσίβια. «Νομίζω η απόσταση ήταν 500 μέτρα ή 1 χιλιόμετρο. Όταν βγήκα στην επιφάνεια, άρχισα να τους φωνάζω: “Βοηθήστε μας! Ελάτε εδώ!” Αλλά αυτοί απλά άφησαν το σχοινί και έφυγαν μακριά. Δεν απάντησαν και συνέχισαν να απομακρύνονται» μας συγκλόνισαν τα λόγια του Άχμαντ.
«Αν ήθελες να σωθείς, έπρεπε να κολυμπήσεις εσύ προς αυτούς – Κολυμπούσα 2-3 ώρες και δεν μου έδωσαν καν σωσίβιο»
«Αν ήθελες να σε σώσουν, έπρεπε να κολυμπήσεις» λέει. Ο Άχμαντ κατήγγειλε ότι ακόμη και μετά τη βύθιση, έπρεπε οι επιζώντες είτε να περιμένουν στα σκοτεινά νερά, είτε να κολυμπούν για ώρες προς το πλοίο του Λιμενικού. «Κολύμπησα νομίζω για 2-3 ώρες. Είχα κράμπες στο στομάχι επειδή δεν είχα φάει για μέρες, και φοβόμουν πολύ. Όταν έφτασα μου είπαν να πάω προς τα φουσκωτά μικρά σκάφη. Τους ζήτησα να μου δώσουν έστω ένα σωσίβιο ή ένα μπαλόνι, τα έβλεπα να κρέμονται στην κουπαστή, αλλά δεν μου έδωσαν τίποτα», λέει.
Κολύμπησε προς τα φουσκωτά, τον μετέφεραν στο μεγάλο πλοίο. Οι λιμενικοί έδωσαν στους λιγοστούς επιζώντες νερό και κουβέρτες και τους είπαν απλά να μείνουν στη θέση τους και να κάνουν ησυχία.
Πρώτος ανακρίθηκε ο Άχμαντ ενώ ήταν ακόμη βρεγμένος και ξυπόλητος – «Ήμουν εξαντλημένος, αλλά δεν ενδιαφέρονταν»
«Μετά μας έβαλαν στο γιοτ “Mayan Queen” και μας πήγαν στην Καλαμάτα», αναφέρει, θυμούμενος ότι και εκείνη τη στιγμή δεν αντιμετωπίστηκαν ως άνθρωποι: δεν τους επέτρεπαν να χρησιμοποιήσουν τις τουαλέτες του γιοτ. Του έδωσαν ένα μπουκάλι, του είπαν κάνε εκεί ό,τι χρειάζεται να κάνεις.
«Μετά μας πήγαν στην αποθήκη στο λιμάνι της Καλαμάτας» συνεχίζει την εξιστόρηση του ο Άχμαντ, υπενθυμίζοντας μας τις ντροπιαστικές εικόνες από εκείνη την αποθήκη που στοίβαξαν τους επιζώντες του ναυαγίου. «Ήμασταν πολύ εξαντλημένοι από το ταξίδι και η κατάσταση ήταν πολύ κακή για εμάς. Έπρεπε να μας πάνε στο νοσοκομείο, αλλά ενδιαφέρονταν μόνο να βρουν τους διακινητές» μαρτυρά.
Ο Άχμαντ ήταν ο πρώτος επιζώντας ο οποίος ανακρίθηκε, περίπου μία ώρα μετά την άφιξη των επιζώντων στην Καλαμάτα. Ενώ ήταν ακόμη βρεγμένος: «Ήμουν ξυπόλητος όταν με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα στην Καλαμάτα. Νομίζω ότι η απόσταση ήταν 100 ή 200 μέτρα, αλλά δεν μου έδωσαν παπούτσια για να πάω εκεί. Ήμουν πολύ εξαντλημένος, πολύ κουρασμένος, αλλά δεν τους ενδιέφερε αυτή η κατάσταση» μας λέει.
«Με κράτησαν 10 ώρες» – «Άρχισαν να μου προσφέρουν διάφορα deals…»
Μας αναλύει, στο σημείο αυτό, την τακτική του Ελληνικού Λιμενικού για τον εντοπισμό των φερόμενων «διακινητών». «Με έβαλαν σε ένα γραφείο και άρχισαν να με ρωτούν για τους διακινητές. Τους είπα ότι δεν ξέρω τίποτα για διακινητές γιατί δεν υπήρχαν διακινητές στο πλοίο. Με κράτησαν πολλές ώρες εκεί. Ήμουν πολύ κουρασμένος από την εξάντληση και υπέφερα. Ήμουν τόσο κουρασμένος που κοιμόμουν πάνω στο γραφείο…» σημειώνει και συνεχίζει πως «προσπάθησαν πολλές φορές να μου αποσπάσουν πληροφορίες, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχα καμία πληροφορία που να τους ενδιαφέρει».
Ο Άχμαντ παρέμεινε εξαντλημένος στο αστυνομικό τμήμα για 10 ολοκληρες ώρες στις οποίες συνεχώς τον ρωτούσαν για τους διακινητές. Μετά, όπως καταγγέλλει, ακολούθησε η απόπειρα εξαγοράς του, η προσφορά διάφορων deals: «Μου είπαν, “αν θέλεις, θα σου δώσουμε χαρτιά και θα μπορείς να πας όπου θέλεις, αλλά θα πρέπει να μας δώσεις κάποιες πληροφορίες για τους διακινητές”. «Δεν αποδέχτηκα τη συμφωνία γιατί δεν είχα καμία πληροφορία να τους δώσω, στην πραγματικότητα» λέει. Ένας άλλος λόγος που δεν δέχτηκε ήταν βέβαια ηθικός. «Αν έβαζα αθώους ανθρώπους στη φυλακή, θα ήταν πολύ δύσκολο να ζήσω με αυτή τη σκέψη και αυτή την αδικία» ξεκαθαρίζει.
Η προσπάθεια παραπλάνησής του για να του αποσπάσουν πληροφορίες που βόλευαν το αφήγημά τους δεν σταμάτησε εκεί. «Θυμάμαι ήρθε κάποια στιγμή ένας και μου είπε ότι είναι από το FBI και ότι έπρεπε να του μιλήσω. Πραγματικά, ήμουν πολύ βοηθητικός μαζί τους, αλλά εκείνοι συνέχεια μου έλεγαν ψέματα…», λέει.
Πώς στήθηκε η κατάθεσή του που φαίνεται να φωτογραφίζει 9 Αιγύπτιους ως υπεύθυνους
Διαβάσαμε στον Άχμαντ την κατάθεσή του, στην οποία παρά τα όσα εξιστορεί σε εμάς, φαίνεται να δείχνει ως υπεύθυνους τους εννέα Αιγύπτιους οι οποίοι εν τέλει φυλακίστηκαν για σωρεία κακουργημάτων μεταξύ αυτών η διακίνηση και η πρόκληση ναυαγίου, για τα οποία απαλλάχθηκαν από το δικαστήριο της Καλαμάτας.
Τον ρωτήσαμε πώς φτάνουμε σήμερα στο σημείο να διαβάζουμε μία τέτοια κατάθεση. Ξεγυμνώνοντας την τακτική του Ελληνικού Λιμενικού, περιγράφει: «Μετά από πολλές ώρες, μου έφεραν ένα χαρτί με τις φωτογραφίες μόνο αυτών των εννέα ατόμων και άρχισαν να μου διαβάζουν τι είχαν πει άλλοι επιζώντες γι’ αυτούς. Μου έδειχναν τις φωτογραφίες και διάβαζαν π.χ. “Αυτός σου έδωσε νερό, αυτός σου φώναξε”, αλλά εγώ έλεγα απλά “ναι” ή “όχι”», αναφέρει.
Στο σημείο αυτό άθελά του θίγει το εξής: όταν οι πρόσφυγες ερωτώνται στα αστυνομικά τμήματα για τους ρόλους άλλων προσφύγων κατά τη διάρκεια ενός πολυήμερου προσφυγικού ταξιδιού, δεν αντιλαμβάνονται ότι αν μοιραστούν με τις ανακριτικές αρχές το ποιος τους ξεδίψασε, ποιος τους τάισε, ή το ποιος επισκεύασε τη μηχανή του πλοίου τη δύσκολη ώρα ότι θα του απαγγελθούν κατηγορίες για διακίνηση μεταναστών. Στο μυαλό τους τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Διακινητής είναι αυτός με το όπλο, που είναι βίαιος, που τον πληρώνω πολλές χιλιάδες ευρώ για να με πάει στην Ευρώπη.
«Βασικά αυτά που έλεγαν οι επιζώντες είναι σωστά. Όντως έδωσαν νερό, αλλά δεν είναι οι διακινητές! Είπα πολλές φορές ότι οι εννιά είναι αθώοι. Δεν τους κατηγόρησα ποτέ. Ούτε στο αστυνομικό τμήμα (σ.σ. εννοεί το Λιμεναρχείο, ούτε στον εισαγγελέα», αναφέρει, γνωστοποιώντας ότι αυτά που διαβάζουμε στην κατάθεσή του ως δικά του λεγόμενα, ήταν στην πραγματικότητα υπαγόρευση των Λιμενικών.
Να τονιστεί ότι στο αστυνομικό τμήμα, δεν υπήρχε μεταφραστής από τα αραβικά στα ελληνικά. Ο Άχμαντ συνομιλούσε με τον Λιμενικό που τον ανέκρινε στα αγγλικά, τα οποία δεν ήταν στο επίπεδο που είναι σήμερα.
«Όταν ήμουν στο δικαστήριο της Καλαμάτας, στην κατάθεσή μου ανέφερα ότι το Ελληνικό Λιμενικό βύθισε το πλοίο ενώ έλεγαν ότι θα μας σώσουν. Αλλά δεν ανέφεραν αυτό το κομμάτι» σημειώνει την επιλεκτικότητα της δικαιοσύνης από τις μαρτυρίες των επιζώντων. «Όταν ο μεταφραστής μετέφερε ξανά τα λόγια μου, σοκαρίστηκα, αλλά δεν τους διέκοψα γιατί ήμουν ακόμα φοβισμένος ότι αν τους διέκοπτα ή δεν τους άκουγα, θα με φυλάκιζαν ή θα με έβλαπταν. Γι’ αυτό δεν είπα τίποτα όταν δεν ανέφεραν αυτό το κομμάτι» εξηγεί.
«Αν δεν κάνουμε αυτή τη μήνυση, το Λιμενικό δεν θα λογαριάζει τίποτα »
Όσον αφορά την απόφαση του να μηνύσει το ελληνικό Λιμενικό, επισημαίνει ότι «είναι πολύ σημαντικό να διεκδικήσουμε δικαιοσύνη για τα θύματα, τους επιζώντες και αυτούς που θα προσπαθήσουν να φτάσουν στην Ελλάδα», τους επόμενους κατατρεγμένους ανθρώπους που θα περάσουν το Αιγαίο αναζητώντας ειρήνη, ασφάλεια και αξιοβίωτη ζωή. «Αν δεν κάνουμε αυτή τη μήνυση, το Λιμενικό δεν θα λογαριάζει τίποτα αν θέλει να κάνει κάτι ξανά. Αν δεν το κάνουμε, θα κάνουν ό,τι θέλουν», προσθέτει ο Άχμαντ.
Με ένα πολύ απλό παράδειγμα, λίγο πριν τον αποχαιρετήσουμε, ο Άχμαντ αναδεικνύει όλο τον θεσμικό ρατσισμό πίσω από την πολιτική της εντελώς σαθρής και απάνθρωπης «φύλαξης των συνόρων».
«Αν το Αντριάνα μετέφερε Ευρωπαίους θα τους έσωζαν ή θα τους άφηναν 15 ώρες στη θάλασσα χωρίς φαγητό και νερό;»
«Θα σας πω αυτό που είπα και στην εισαγγελέα στο Ναυτοδικείο Πειραιά (σ.σ. που ερευνά τις ευθύνες του Λ.Σ. και κατέληξε στη δίωξη των 17 μελών της Ελληνικής Ακτοφυλακής). Ας φανταστούμε ότι αυτό το πλοίο μετέφερε Ευρωπαίους. Θα τους έσωζαν ή θα τους άφηναν 15 ώρες στη θάλασσα χωρίς φαγητό και νερό;» διερωτάται με πικρία. «Μετά τον πνιγμό του “Αντριάνα”, όλοι κοιτούσαν το ναυάγιο των εκατομμυριούχων στον Καναδά που ήθελαν να εξερευνήσουν τον “Τιτανικό”, όλα τα μέσα, όλοι ενδιαφέρονταν. Αλλά για τους 750 ανθρώπους του ναυαγίου της Πύλου, λίγοι νοιάζονται. Υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται, αλλά τα περισσότερα μέσα ενδιαφέρονται για τους εκατομμυριούχους. Εμείς επιπλέον ψάχναμε για μία καλύτερη ζωή, εκείνοι είχαν πάει για διασκέδαση, πράγματα κενά…», αναφέρει.
Ρωτήσαμε τον Άχμαντ πως ένιωσε στην είδηση της ποινικής δίωξης 17 μελών του Λιμενικού για το ναυάγιο της Πύλου και μας απάντησε ότι «ένιωσα αισιόδοξα γιατί τα θύματα και οι επιζώντες θα δικαιωθούν. Δεν θέλω να ξανασυμβεί τέτοιο ατύχημα σε άλλους ανθρώπους».
Η δικηγόρος επιζώντων της Πύλου Μαρία Παπαμηνά στο TPP για τις διώξεις κακουργηματικού χαρακτήρα σε βάρος 17 Λιμενικών
Στη συνέχεια, στο στούντιο του TPP φιλοξενήσαμε τη Μαρία Παπαμηνά, δικηγόρο στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες που εκπροσωπεί πρόσφυγες – επιζώντες του ναυαγίου της Πύλου στη μήνυση τους κατά του Ελληνικού Λιμενικού. Η συζήτηση μας κινήθηκε γύρω από τις εξελίξεις της υπόθεσης και συγκεκριμένα τις πειθαρχικές διώξεις κακουργηματικού χαρακτήρα σε βάρος 17 μελών του Ελληνικού Λιμενικού, εκ των οποίων και ανώτερων αξιωματικών. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο κυβερνήτης του λιμενικού σκάφους είναι η πρόκληση ναυαγίου που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο μεγάλου αριθμού προσώπων, παρεμβάσεις στη συγκοινωνία πλοίων με επικίνδυνες για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις, που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλων τουλάχιστον 82 ανθρώπων και παράλειψη προσφοράς βοήθειας. Εναντίον του πληρώματος του σκάφους ΠΠΛΣ (Πλωτό Περιπολικό του Λιμενικού Σώματος) 920 ασκήθηκε δίωξη για απλή συνέργεια στις (α) και (β) πράξεις του κυβερνήτη.
Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, η κα. Παπαμηνά μας εξηγεί ότι η υπόθεση ξεκίνησε με μία μήνυση, την οποία ακολούθησαν πολλές ακόμα καταγγελίες από επιζώντες πρόσφυγες του ναυαγίου, φτάνοντας μέχρι τη δεδομένη χρονική στιγμή τους 62 καταγγέλλοντες μηνυτές. Ανάμεσά τους βρίσκονται και οι εννέα που είχαν κατηγορηθεί άδικα για την πρόκληση του ναυαγίου και στη συνέχεια αθωώθηκαν από το δικαστήριο της Καλαμάτας, αλλά και ένας ή δύο συγγενείς θυμάτων.
Σχετικά με το που βρίσκεται σήμερα η υπόθεση, η κα. Παπαμηνά ανέφερε ότι ολοκληρώθηκε η προκαταρκτική διαδικασία πριν από μερικούς μήνες, κατά την οποία θεωρήθηκε ότι υπάρχουν υποψίες για την τέλεση ορισμένων αδικημάτων από τα μέλη του πληρώματος του λιμενικού σκάφους, το οποίο προσέτρεξε και εν πάσει περιπτώσει ενεπλάκη σ’ αυτό το ναυάγιο. Προσέθεσε ότι σε πρώτο στάδιο κρίθηκε ότι υφίστανται ενδείξεις ενοχής μόνο του πλοιάρχου, του πληρώματος του συγκεκριμένου λιμενικού σκάφους και τεσσάρων κομάντος.
Όμως, όπως αναφέρει η κα. Παπαμηνά «εμείς, εκπροσωπώντας τους επιζώντες, κάναμε ένα αίτημα να επεκταθεί η άσκηση ποινικής δίωξης και σε ανώτερα στελέχη, τους προϊσταμένους τους και ανθρώπους που ουσιαστικά βρίσκονταν εκείνη την ημέρα στο θάλαμο επιχειρήσεων του Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και διάσωσης που έδιναν εντολές και είχαν την ευθύνη διαχείρισης του περιστατικού αυτού». Στο σημείο αυτό, υπενθύμισε ότι ο Συνήγορος του Πολίτη, ως αρμόδιο όργανο για τέτοιες έρευνες, δημοσίευσε μία έκθεση καταπέλτη για τις ευθύνες 8 ανώτερων στελεχών του Ελληνικού Λιμενικού, μάλιστα μετά από άρνηση του ίδιου να διεξάγει κάποια Ένορκη Διοικητική Εξέταση.
«Το πόρισμα της Ανεξάρτητης Αρχής καταλήγει σε σαφείς ενδείξεις για οκτώ ανώτερους αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος – της Ελληνικής Ακτοφυλακής ως προς την εκ μέρους τους γνώση και παράβλεψη του κινδύνου για τη ζωή, την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα των επιβαινόντων αλλοδαπών στο αλιευτικό Adriana» είχε υπογραμμίσει στην έρευνα για το Ναυάγιο της Πύλου ο Συνήγορος του Πολίτη, κ. Ανδρέας Ποττάκης στις 3 Φεβρουαρίου.
Όπως μας περιέγραψε η κα. Παπαμηνά, μετά από τα στοιχεία του Συνηγόρου του Πολίτη, «άνοιξε εκ νέου η προκαταρκτική και τελικά κατέληξε σήμερα που μιλάμε, στην άσκηση ποινικής δίωξης 17 μελών του Λιμενικού Σώματος, μεταξύ των οποίων το πλήρωμα και τέσσερα ανώτερα στελέχη. Για τα άλλα τέσσερα ανώτερα στελέχη κρίθηκε ότι δεν είχαν καμία αρμοδιότητα, παρόλο που ήταν παρόντες στο θάλαμο επιχειρήσεων».
«Εμείς έχουμε άλλη γνώμη» ξεκαθάρισε και συμπλήρωσε ότι ως συνήγοροι των επιζώντων «θεωρούμε ότι υπάρχει ευθύνη και αυτών και ενδεχομένως και άλλων εκτός από αυτούς τους τέσσερις, οπότε θα ασκήσουμε προσφυγή. Τη Δευτέρα (16 Ιουνίου) θα την καταθέσουμε ώστε να κριθεί στη συνέχεια αν όντως θα ασκηθεί δίωξη και για αυτούς».
Προσφυγή των δικηγόρων για δίωξη τεσσάρων ακόμα ανώτερων στελεχών: «Ήταν παρόντες, ήταν ενήμεροι όλοι»
Τόνισε, μάλιστα, πως «προκύπτει εμπλοκή κατά τη γνώμη μας, στον σχεδιασμό, στην εκτέλεση και στη διαχείριση όλου αυτού του περιστατικού από τα ανώτερα στελέχη». «Η ιεραρχία του Ναυτικού Λιμενικού Σώματος είναι πάρα πολύ συγκεκριμένη» σχολίασε ότι «γι’ αυτούς η εισαγγελέας θεώρησε ότι δεν έχουν αρμοδιότητα. Εμείς από την άλλη, θεωρούμε ότι υπάρχει για ένα τέτοιο περιστατικό. Με δεδομένο ότι ήταν παρόντες, ήταν ενήμεροι όλοι. Είναι προφανές ότι τα ανώτερα στελέχη, θα πρέπει να διερευνηθούν τουλάχιστον στο στάδιο της κύριας ανάκρισης, δηλαδή να ασκηθεί δίωξη για να μπουν και αυτοί στη διαδικασία της κύριας ανάκρισης. Να διερευνηθεί κατά πόσο έχουν και αυτοί ευθύνες».
Ακόμα, στοιχεία τα οποία ζητήθηκαν, δεν δόθηκαν ποτέ στον Συνήγορο του Πολίτη. «Δεν υπάρχουν στην δικογραφία, επίσης, που πήραμε και εμείς και αφορούν τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα από τις έντεκα – εντεκάμιση το βράδυ μέχρι μετά την ανατροπή, όπου δεν υπάρχει καταγραφή των συνδιαλέξεων. Έχουμε συνομιλίες μέχρι πολλές ώρες πριν τη βύθιση».
Σημειώνεται, ακόμη, ότι το σκάφος του Λιμενικού το οποίο επέλεξαν να στείλουν, δεν κατέγραφε τίποτα. «Το λεγόμενο VDR, που είναι το σύστημα καταγραφής των δεδομένων, δεν λειτουργούσε» ανέφερε η κα. Παπαμηνά προσθέτοντας ότι αυτό επηρεάζει και άλλα συστήματα, όπως «το αυτόματο σύστημα αναγνώρισης, η συσκευή GPS, το ραντάρ, δεν λειτουργούσε τίποτα. Γιατί επιλέχθηκε αυτό; Δεν μπορώ να ξέρω. Μπορεί ο καθένας να εικάσει» σχολίασε με νόημα και κατέληξε ότι «επομένως, δεν έχουμε καμία καταγραφή».
«Λείπουν σημαντικά στοιχεία από τη δικογραφία, τα οποία δημιουργούν τουλάχιστον υποψίες συγκάλυψης για το ποιος έχει τις πραγματικές ευθύνες και τι πραγματικά ειπώθηκε» υπογράμμισε.
Επίσης, περιέγραψε μία απροθυμία της ελληνικής δικαιοσύνης για ανακριτικές πράξεις που θα φώτιζαν την υπόθεση. «Ένα από τα πιο βασικά αιτήματα για ανακριτική πράξη, το οποίο δεν έχει απαντηθεί και έχει αντιμετωπιστεί μάλλον με μια έλλειψη σοβαρότητας είναι να εντοπισθεί και να ανασυρθεί το σκάφος, ή εναλλακτικά να υπάρξει φωτογράφηση, να εντοπιστεί και να φωτογραφηθεί. Είναι σημαντικό αυτό, ειδικά σε σχέση με τον ισχυρισμό των επιζώντων ότι υπήρξε ρυμούλκηση» επεξήγησε η δικηγόρος.
«Θεωρούμε ότι είναι ευθύνη αυτού που έδινε τις εντολές»
Οι κατηγορίες, λοιπόν, αφορούν μόνο τη διαχείριση του περιστατικού, από την πρώτη στιγμή που εντοπίστηκε το σκάφος και όχι την αισχρή διαχείριση των ανθρώπων αυτών μετά τη βύθιση του Αντριάνα. «Σημαντικός λόγος είναι η επί πολλές ώρες παράλειψη διάσωσης, από το πρωί που εντοπίστηκε το αλιευτικό του Αντριάνα μέχρι και την ανατροπή του» τόνισε η κα. Παπαμηνά.
Συνεχίζοντας, εστίασε στο γεγονός ότι «υπάρχει διεθνής Σύμβαση για την Έρευνα και Διάσωση, η οποία προβλέπει πολύ συγκεκριμένα πράγματα, όταν έχεις να κάνεις με ένα τέτοιο σκάφος, ένα τέτοιο περιστατικό στη θάλασσα, με ένα πλοίο, μη αξιόπλοο, χωρίς σημαία, το οποίο δεν έχει επίσημα κάποιον καπετάνιο και είναι υπερφορτωμένο. Είναι προφανές ότι είναι μη αξιόπλοο, δηλαδή σε αρκετά σημεία κλυδωνίζεται επικίνδυνα, – όπως έχει καταγραφεί και υπάρχει στη δικογραφία – , ενώ την τελευταία μέρα που εντοπίζεται μετά από το πενθήμερο περίπου ταξίδι του, ειδικά από το μεσημέρι και μετά, η μηχανή του σταματάει πολλές φορές. Δηλαδή δεν μπορεί να λειτουργήσει. Παρασύρεται από τα κύματα».
Η συνήγορος, επεσήμανε ότι το πρόβλημα είναι πιο περίπλοκο και κεντρικής πολιτικής, αναφέροντας ότι «για αυτό το περιστατικό υπάρχει πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, νομικό, διεθνές και ελληνικό και πρωτόκολλα για το πώς πρέπει αυτό το περιστατικό να αντιμετωπιστεί. Το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζεται, επομένως, για εμάς δεν είναι μια απόφαση του πλοιάρχου του συγκεκριμένου λιμενικού σκάφους που διατάχθηκε να πάει εκεί για παρακολούθηση. Αυτό όλο βέβαια έγινε στο πλαίσιο της επιτήρησης των συνόρων». Συμπλήρωσε ότι η ίδια στάση των αρχών έχει παρατηρηθεί και σε άλλες υποθέσεις, όπως παλιά στην υπόθεση του Φαρμακονησίου που οι επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης ξεκινάνε μετά από την ανατροπή κάποιου σκάφους.
«Και αν είναι ένα περιστατικό το οποίο μπορεί να συμβεί ξαφνικά και δεν υπάρχει χρόνος για άλλη ανταπόκριση ή άλλη διαχείριση μπορεί να είναι κάτι κατανοητό, αλλά το να έχεις εντοπίσει ένα σκάφος από τις 11 το πρωί, να είσαι ενήμερος ότι υπάρχει ανάγκη συνδρομής, να ανησυχείς κατά τη διάρκεια της ημέρας και παρόλα αυτά επί τόσες ώρες να μην κάνεις τίποτα, να μην ξεκινάς διαδικασία διάσωσης, αυτό δεν είναι απόφαση του πλοιάρχου, αυτό είναι απόφαση του επιτελικού γραφείου» κατέληξε τον συλλογισμό της. Επομένως, δήλωσε ότι ως συνήγοροι κρίνουν πως η ευθύνη διαχείρισης όλου αυτού είναι προφανώς και του πλοιάρχου και του πληρώματος, αλλά κυρίως αυτού που έδινε τις εντολές ή ενέκρινε συγκεκριμένες ενέργειες.
Η ανατροπή του «Αντριάνα» δεν στέκεται λογικά με το αφήγημα του Λιμενικού
Μία, ίσως, απόδειξη για τις ευθύνες του Λιμενικού είναι ότι όλες οι μαρτυρίες δείχνουν πως οι επιβαίνοντες/ουσες του αλιευτικού σκάφους ήταν υπερβολικά προσεκτικοί/ες με την ισορροπία του πλοίου κατά τη διάρκεια όλου του ταξιδιού μέχρι να βρεθεί στο δρόμο τους το ΠΠΛΣ 920. Όπως γνωστοποίησε η δικηγόρος, μάλιστα, υπάρχει και σχετικό βίντεο που δείχνει το αλιευτικό να κλυδωνίζεται πάρα πολύ έντονα. Ο πλοίαρχος του εμπορικού σκάφους που το είχε προσεγγίσει, κατέθεσε ότι εκείνη τη στιγμή οι μετανάστες/τριες άρχισαν να μετακινούνται με τα σώματά τους για να επέλθει η ισορροπία. Δηλαδή, είναι άνθρωποι που ξέρουν που βρίσκονται, ξέρουν τους κινδύνους και επομένως έχουν μια συμπεριφορά όλες τις προηγούμενες μέρες που τους επιτρέπει να φτάσουν μέχρι εκείνο το σημείο» συμπέρανε.
Έτσι, σημείωσε πολύ ορθά ότι η ανατροπή του αλιευτικού δεν στέκεται λογικά με την εξήγηση που από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να σχηματίσει το Λιμενικό, όπως υποστηρίζει, βέβαια, και σε άλλες τέτοιες υποθέσεις, ότι ξαφνικά όλοι μαζί οι επιβαίνοντες/ουσες ή ικανός αριθμός μετακινήθηκε στη μια πλευρά.
Σχετικά με το τι κρίνεται για το πλήρωμα του λιμενικού σκάφους, η συνήγορος εξήγησε ότι «αυτό είναι και το βάρος της ευθύνης των ανθρώπων που διώκονται, ως προς το δόλο. Ως προς το τι αποδέχεσαι τελικά όταν δεν κάνεις αυτές τις ενέργειες που πρέπει να κάνεις και παραλείπεις να διασώσεις. Εκθέτεις σε κίνδυνο. Είναι κάτι που θα αποφασιστεί στο δικαστήριο».